Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Μούσῃς

См. также в других словарях:

  • Μούσης — Μοῦσα music fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσης — μού̱σης , Μοῦσα music fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσῃς — Μοῦσα music fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσῃς — μού̱σῃς , Μοῦσα music fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kalimeri — Lizeta Kalimeri (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο… …   Deutsch Wikipedia

  • Lizeta Kalimeri — (griechisch Λιζέτα Καλημέρη, eigentlich Lizeta Kanata; * 9. Mai 1969 in Thessaloniki) ist eine griechische Sängerin. Sie ist die jüngere Schwester von Melina Kana. An der Aristoteles Universität Thessaloniki (Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της… …   Deutsch Wikipedia

  • επιχώριος — α, ο (AM ἐπιχώριος, ον και ος, α, ον) 1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] …   Dictionary of Greek

  • λυρικός — ή, ό (AM λυρικός, ή, όν) [λύρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύρα («λυρικῆς ἄκουε μούσης», Ανακρεόντ.) 2. φρ. α) «λυρική ποίηση» το είδος τής ποίησης με το οποίο εκφράζονται κυρίως υποκειμενικά συναισθήματα, απόψεις και βιώματα τού ποιητή …   Dictionary of Greek

  • πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… …   Dictionary of Greek

  • ζυμούσης — ζῡμούσης , ζυμόω leaven pres part act fem gen sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»