Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μοῦσα

См. также в других словарях:

  • Μούσα — Μούσᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μούσᾳ — Μούσᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῦσα — music fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

  • μούσα — η 1. μυθολογική θεότητα, που, όπως πίστευαν, ενέπνεε τους ποιητές, η έμπνευση: Εμπνεύστηκε από τη μούσα. 2. η ιδιοφυΐα και η τεχνοτροπία κάθε ποιητή και καλλιτέχνη: Η μούσα του Ομήρου. 3. το σύνολο των ποιητικών έργων μιας γλώσσας, ενός λαού κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μούσα — μού̱σᾱ , Μοῦσα music fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσᾳ — μού̱σᾱͅ , Μοῦσα music fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αϊούν-Μούσα — (Πηγές του Μωυσή). Πηγές στη δυτική περιοχή της χερσονήσου του Σινά κοντά στην παραλία. Απέχουν περίπου 6 ώρες από την πόλη του Σουέζ. Υπήρξε μία από τις γνωστότερες τοποθεσίες κατά την αρχαιότητα. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πόλεμου υπήρχε… …   Dictionary of Greek

  • Κουαρίσμι, Μοχάμετ ιμπν Μουσά αλ- — (Mohamed Ibn Musa Αl Khowarizmi, τέλη 8ου – αρχές 9ου αι. μ.Χ.). Άραβας μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος. Εργαζόταν στην Αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης Μομούν. Η μαθηματική πραγματεία του με τίτλο Κιτάμπ αλ γιάμπρ ουά’λ μουκάμπαλα… …   Dictionary of Greek

  • μουσαγέτα — μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc nom/voc/acc dual (doric) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc voc sg (doric) μουσᾱγέτᾱ , Μουσαγέτης masc gen sg (doric aeolic) μουσᾱγέτα , Μουσαγέτης masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»