Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κοῖον

См. также в других словарях:

  • κοίον — κοῑον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ενέχυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προέρχεται πιθ. από *κόF ιον, με σίγηση τού F , (πρβλ. κοῶ «ακούω» και λατ. cavere «προφυλάσσομαι εγγυώμαι»). Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. kavi και λυδ. kaveś] …   Dictionary of Greek

  • Κοῖον — Κοῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοῖον — κοῖος masc acc sg κοῖος neut nom/voc/acc sg κοῖος masc acc sg ποῖος of what kind? masc acc sg (ionic) ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους Τιτάνες, ενώ σε μεταγενέστερες παραδόσεις αναφέρεται επίσης ως Γίγαντας, μετά τη σύγχυση που επήλθε ανάμεσα σε Τιτάνες και Γίγαντες. Ο Κ. ήταν γιος του Ουρανού και της Γης και… …   Dictionary of Greek

  • κοιάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ενεχυράζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖον «ενέχυρο». Παραγωγό του είναι το κοιακτήρ, που εμφανίζει και παράλληλο τ. κοακτήρ. Η εναλλαγή οι / ο εμφανίζεται και στο συγγενές κοίης* / κόης, που μπορεί επίσης να θεωρηθεί παρ. τού κοῖον] …   Dictionary of Greek

  • Themis — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …   Wikipédia en Français

  • Themis (mythologie) — Thémis Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v.  …   Wikipédia en Français

  • Thémis — Pour les articles homonymes, voir Thémis (homonymie). Statue de Thémis trouvée à Rhamnonte en Attique, dans le petit temple de Némésis, v. 300 av. J. C., Mus …   Wikipédia en Français

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοιογενής — κοιογενής, ές, θηλ. και κοιογένεια (Α) (το θηλ. ως επίθ. τής Λητώς) αυτή που γεννήθηκε από τον Κοίον («ἀλλ ἁ κοιογενὴς ὁπότ ὠδίνεσσι θύοισ ἀγχιτόκοις ἐπέβαινεν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κοῖος + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. διο… …   Dictionary of Greek

  • κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»