Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόσον

См. также в других словарях:

  • ποσόν — το, ΝΜΑ, και ποσό, Ν 1. η ποσότητα, οτιδήποτε μπορεί να αριθμηθεί ή να μετρηθεί, ό,τι επιδέχεται αύξηση ή ελάττωση 2. η ποσότητα σε αντιδιαστολή προς την ποιότητα (α. «πρέπει να υπολογίζεις το ποιόν και όχι το ποσόν» β. «καὶ γὰρ τῷ ποσῷ καὶ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • ποσόν — ποσός of what quantity? masc acc sg ποσός of what quantity? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόσον — πόσος of what quantity? masc acc sg πόσος of what quantity? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὃ φρονεῖ τις ὕστερον, πόσον ἂν ᾖν, εἰ πρότερον τοῦτο ἐφρόνει. — См. Русский человек задним умом крепок …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… …   Dictionary of Greek

  • ποσός — ή, όν, ΝΜΑ αρχ. (αόρ. αντων.) 1. αυτός που έχει ποσότητα ή μέγεθος (α. «ποσόν τι γὰρ ὄν, ὁπόσον ἂν ᾖ, τοσοῡτον ὅλον ἀναγκαῑον εἶναι», Πλάτ. β. «ποσά τῶν περιφερῶν», Επίκτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. ποσόν βλ. ποσό 3. φρ. α) «ἐπὶ ποσόν» για κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • υπάλληλος — η, ο / ὑπάλληλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • коликий — сколький, который по счету , церк., укр. колико, стар., кiлько, ст. слав. колико πόσον, болг. колко, сербохорв. ко̀лик, ко̏лико, словен. kolik, koliko, чеш. kolik сколько , слвц. kоl᾽kо, в. луж. kelko, н. луж. keliko, польск. kilka. диал. kielka… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»