-
1 κλειτύς
Aκλειτῦς Il.16.390
: ([etym.] κλίνω):—slope, hillside, Il.l.c., Od.5.470;Παρνησίαν ὑπὲρ κλειτύν S.Ant. 1145
(lyr.), cf. Limen.2;Τιρυνθίαν πρὸς κ. S.Tr. 271
, etc.; τὰ ἐγ Κλειτύϊ (placename) IG12(5).1076.38 (Ceos, iv/iii B.C.). [[pron. full] ῡ in acc.κλειτύν Od.
l.c., elsewh. [pron. full] ῠ S.Tr.l.c., etc.: freq. written κλι- in codd., but κλει- in IG and Limen.Il.cc., cf. Hdn.Gr.2.416.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλειτύς
-
2 κλειτύς
κλειτύ̱ς, κλειτύςslope: fem acc plκλειτύςslope: fem nom sg -
3 κλειτύν
κλειτύςslope: fem acc sg -
4 κλειτύων
κλειτύςslope: fem gen pl -
5 δικόρυφος
δῐ-κόρῠφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικόρυφος
-
6 κλέτας
-
7 κλίνω
Aκλῐνῶ Lyc.557
, ( ἐγκατα-) Ar.Pl. 621: [tense] aor. 1ἔκλῑνα Il.5.37
, etc.: [tense] pf.κέκλῐκα Plb.30.13.2
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκλινάμην Od.17.340
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc. 1090, ( κατα-) D.S.8 Fr.19: [tense] fut. 2κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98
, Pl.Smp. 222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: [tense] aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr. 101 (lyr.), 1226, E.Hipp. 211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: [tense] aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds.,κατακλῐνῆναι Ar.V. 1208
, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.;ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach. 981
: [tense] pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf.κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3
, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. ( κλῐ-ν-ψω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat.clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59;ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510
;ἔκλινε γὰρ κέρας.. ἡμῶν E.Supp. 704
; alsoἐκ πυθμένων ἔκλινε.. κλῇθρα S.OT 1262
:— [voice] Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763.2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it,τι πρός τι Il.23.171
, cf. 510; : c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593.3 turn aside, (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to.., Pl.Ti. 77e.4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16;κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or. 227
;κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc. 267
(lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S. Aj. 131.5 in Magic, make subservient,ψυχήν PMag.Par.1.1718
.II [voice] Pass., lean, ; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn,ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th. 711
; of a body in equilibrium,οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd. 109a
, cf. Archim. Fluit.1.8,al.2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat.,ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135
; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97;ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356
(s.v.l.);ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2
(also in [voice] Med.,κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340
);κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3
;πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34
;ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73
; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U.3 lie down, fall,ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350
, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr. 1226: in [tense] pf., to be laid, lie,ἔντεα.. παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472
; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 ( φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves);Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216
; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e.is humbled, A.Pers. 931 (lyr.);ὑπτία κλίνομαι S.Ant. 1188
;τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5
;οὐ νούσῳ.. οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493
(Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3.4 recline at meals,κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211
, cf. E.Cyc. 543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr. 691.5 of Places, lie sloping towards the sea, etc., lie near,ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235
; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται ([dialect] Ep. for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709
; , cf. 15.740; (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; Eiii 37 (Delph., ii B.C.).6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to.., Pi.N.4.15 (also in [voice] Act., incline towards,τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2
).III [voice] Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6.IV intr. in [voice] Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards.., Arist.Phgn. 812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7;ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12
;ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13
;τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14
(iii/iv A.D.). -
8 κλίτος
-
9 κλῖτος
-
10 χαράδρα
A mountain-stream, torrent, which cuts itself ([etym.] χαράσσει) a way down the mountain-side,κλειτῦς τότ' ἀποτμήγουσι χαράδραι Il.16.390
, cf. D.P.1077; οἴνῳ.. ἅπασ' ἔρρει χ. TeleclId.1.4 (anap.);χ. χειμερίη A.R.4.460
;χ. χειμάρρους καὶ βαθεῖα Plb.10.30.2
; φωνὴ χαράδρας ὄλεθρον τετοκυίας (of a loud, harsh voice), Ar.V. 1034 (anap.); χ. κατελήλυθεν, of a torrent of words, Pherecr.51.II the bed of such a stream, gully, ravine,κοίλης ἔντοσθε χαράδρης Il.4.454
; cf. Hdt.9.102, Th.3.98, 107, X.An. 3.4.1, D.55.5;χ. κρημνώδης Th.7.78
;ἡ Νεμεὰς χ. Aeschin.2.168
, cf. X.HG4.2.15.2 metaph. of wounds produced by scourging, Lib.Or.57.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαράδρα
-
11 κλειτορίς
κλειτορίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `clitoris' (Ruf., H., Suid.).Derivatives: κλειτοριάζω `touch the clitoris' (iid.)Origin: IE [Indo-European] [600] *ḱlei- `lean'Etymology: medic. term, formed like ἀλεκτορίς (: ἀλέκτωρ), ἀκεστορίς (: ἀκέστωρ) etc., so prop. "small hill", from *κλείτωρ `hill', which is known as name of an Arcadian town; verbal noun of κλίνω (s. v.); on the meaning cf. e. g. κλειτύς `slope, hill', Lat. clīvus `hill'. Grošelj Živa Ant. 3, 201; cf. also Schwyzer 531 n. 2, Benveniste Noms d'agent 34. - Not a foreign word with Cohen Mél. Boisacq 1, 178ff.Page in Frisk: 1,868-869Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλειτορίς
См. также в других словарях:
κλειτύς — κλειτύ̱ς , κλειτύς slope fem acc pl κλειτύς slope fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτύς — η (Α κλειτύς και κλιτύς, ύος) κατηφορική πλαγιά όρους ή λόφου, βουνοπλαγιά, κατωφέρεια («πολλὰς δὲ κλιτῡς τότ ἀποτμήγουσι χαράδραι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει τής ρίζας] … Dictionary of Greek
κλειτύν — κλειτύς slope fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλειτύων — κλειτύς slope fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
δίχτυ — και δίκτυ και δίκτυο και δίχτυο (AM δίκτυον Μ και δίκτυ και δίκτυν) 1. πλέγμα από νήματα ή μετάλλινα σύρματα, τα οποία διασταυρώνονται και αφήνουν τρύπες, βροχίδες, χρήσιμα για τη σύλληψη ψαριών, πουλιών, ζώων 2. οποιοδήποτε δικτυωτό πλέγμα για… … Dictionary of Greek
εντύνω — (I) ἐντύνω και ἐντύω (Α) Ι. 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, ευτρεπίζω 2. (για πλοίο) εφοδιάζω, εφοπλίζω, εξοπλίζω 3. αναγκάζω, διατάζω, παραινώ, συνιστώ («κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει», Θέογν.) 4. φρ. «ἐντύνω ὑπόσχεσιν» εκπληρώνω υπόσχεση που έδωσα. (II)… … Dictionary of Greek
κλέτας — κλέτας, το (Α) πιθ. κλειτύς* … Dictionary of Greek
κλείπους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις τοῡ καλουμένου γείσους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κλει (απαθής βαθμίδα τής ρίζας τού κλίνω, πρβλ. κλειτύς) + πούς (< πούς), πρβλ. αερσί πους, καμψί πους)] … Dictionary of Greek
κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο … Dictionary of Greek
k̂lei- — k̂lei English meaning: to tip, incline, lean Deutsche Übersetzung: “neigen, lehnen”; vielfach von angelehnten Stangen (hence Zelte with Stangengerippe; Sattelstangen), Leitern, leiter or gitterartigen Holzkonstruktionen, andrerseits… … Proto-Indo-European etymological dictionary