-
1 κλιμαξ
- ᾰκος ἥ1) лестница(ὑψηλή Hom.; κλίμακος προσαμβάσεις Aesch.; κλίμακας προστιθέναι Thuc.)
κλίμακες Βραυρώνιαι Eur. — терассы (уступы) Браврона (см. Βραυρών)2) мор. трап Eur.3) дыбаἐν κλίμακι δῆσαί τινα Arph. — растянуть на дыбе кого-л.
4) «лестница» ( особый прием борьбы) Soph.5) рит. климакс (лат. gradatio, ряд близких по основному смыслу, но возрастающих по силе слов Cic., Quint., напр.: ᾤχωκ΄, ὄλωλα, διαπεπόρθημαι Soph.) -
2 Κλιμαξ
-
3 Κλίμαξ
Κλίμαξ ηЛествица – книга, написанная святым Иоанном игуменом Синайского монастыря (523-603), научающая постепенному, непрерывному восхождению по лестнице духовного самосовершенствования. В «Лествице» описываются тридцать степеней добродетели -
4 κλίμαξ
(-ακος) η см. κλίμακα;§ κλίμαξ ιεραρχική — иерархическая лестница, иерархия
-
5 κλῖμαξ
-
6 βατηρις
-
7 επικαρσιος
3 и 2устремляющийся (устремившись) головою вперед, идущий поперек, поперечный(ὁδός Her.; ῥύμη Polyb.)
τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων εἶναι Her. — иметь в поперечном направлении (т.е. с запада на восток) 4000 стадиев;τοῦ Πόντου ἐ. Her. — поперек (к течению) Эвксинского Понта;κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Polyb. — лестница с прибитыми поперек планками;αἱ (νῆες) ἐφέροντο ἐπικάρσιαι Hom. — корабли относило (течением) в сторону, по друг. корабли опрокидывались вверх кормой -
8 ισουψης
-
9 κλιμακωτος
-
10 μακραυχην
-
11 μακρος
I.3(compar. μακρότερος - Anth. тж. μάσσων, superl. μακρότατος и μήκιστος)1) длинный(δόρυ, ὄζοι Hom.)
μακρὰ ναῦς Thuc. (ср. лат. navis longa) — длинный, т.е. военный корабль2) далекий, дальний(κέλευθος Hom.; οἶμος Hes.; ναυτιλίαι Her.; χώρα NT.)
3) высокий(οὔρεα, δένδρεον, κίων, κῦμα, τεῖχος, κλῖμαξ Hom.)
4) глубокий(φρεῖαρ Hom.)
5) большой, обширный(ἤπειρος Aesch.; πλοῦτος Soph.)
6) долгий, продолжительный(ἦμαρ, νύξ Hom.; χρόνος Soph.; ὀδύρματα Eur.; ὅ μὲν βίος βραχύς, ἥ δὲ τέχνη μακρή погов. Luc.)
διὰ μακροῦ (sc. χρόνου) и διὰ μακρῶν Eur. — долго, надолго;οὐ διὰ μακροῦ Plat. — немного спустя;μηνὴ μακρότερος Her. — (год) продолжительностью дольше на месяц7) давнишний, старый(ἐέλδωρ Hom.)
8) длинный, пространный(λόγοι Soph.). - см. тж. μακρά, μακράν, μακρόν и μακρῷ
II. -
12 πηκτος
-
13 αναγωγικός
η, όν1) относящийся к превращению в простое, в эквивалентное;αναγωγική μέθοδος мат. — метод приведения;
αναγωγικός διαβήτης — делительный циркуль;
αναγωγική κλίμαξ — линейный масштаб;
2) хим. раскисляющий, восстанавливающий; -
14 διατοηκός
η, ό[ν] муз. диатонический;διατοηκή κλίμαξ — диатоническая гамма
-
15 ελικτός
η, όν винтовой, витой, спиральный;ελικτή κλίμαξ — винтовая лестница
-
16 χρωματικός
η, ό[ν]1)- цветной; расцвеченный; 2) муз. хроматический;χρωματική κλίμαξ — хроматическая гамма
См. также в других словарях:
κλῖμαξ — ladder fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίμαξ — (I) κλῑμαξ, ακος, ἡ (Α) βλ. κλίμακα. (II) η βιολ. το τελευταίο στάδιο τής διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας … Dictionary of Greek
κλιμακώνω — [κλίμαξ] 1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας 2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια 3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση») … Dictionary of Greek
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
κλίμακ' — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg κλί̱μακι , κλῖμαξ ladder fem dat sg κλί̱μακε , κλῖμαξ ladder fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… … Dictionary of Greek
τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… … Dictionary of Greek
φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… … Dictionary of Greek
лестница — укр. лiствиця, лiствина, ст. слав. лѣствица κλῖμαξ (Супр.), болг. лествица октава (муз.) , сербохорв. ље̏ствē ж. лестница , словен. lẹ̑stva, lẹ̑stvica от *lěstvа : lězǫ (см. лезу); см. Мейе, Et. 305; Бернекер 1, 715 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
столб — род. п. а, народн. столоб, род. п. столба, укр. стовб, блр. стоўб, др. русск. стълбъ, собств. Столбовичь, Новгор. летоп. под 1308 г., Столбовъ, Новгор. писцовые книги 1495 г. (Соболевский, Лекции 120), цслав. стлъба κλῖμαξ, болг. стълб, стлъб… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера