-
1 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
2 γάλα
τό1) молоко;γάλα αγνό (αποβουτυρωμένο) — цельное (снятое) молоко;
ξινισμένο — прокисшее молоко;αβραστο γάλα — парное молоко; — некипячёное молоко;
βρασμένο γάλα — кипячёное молоко;
συμπυκνωμένο γάλα — или γάλα του κουτιού — сгущённое молоко;
νερωμένο γάλα — разбавленное водой молоко;
γάλα σκόνη — сухое молоко;
αρνί τού γάλακτος молочный ягнёнок;τό γάλα έκοψε — молоко свернулось;
2) молоко, млечный сок (растений);3:γάλα ιχθύων — молока;
§ καί τού πουλιού το γάλα — птичье молоко;
τό στόμα του ακόμα μυρίζει γάλα — у него ещё молоко на губах не обсохло;
έγιναν όλα μέλι γάλα — всё уладилось;
κι' από στέρφα γίδα γάλα βγάζει — погов, он может и от яловой козы молока надоить
-
3 γάλα
{сущ., 5}молоко; перен. относительно менее сложных христианских истин: духовное молоко.Ссылки: 1Кор. 3:2; 9:7; Евр. 5:12, 13; 1Пет. 2:2*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάλα
-
4 γάλα
{сущ., 5}молоко; перен. относительно менее сложных христианских истин: духовное молоко.Ссылки: 1Кор. 3:2; 9:7; Евр. 5:12, 13; 1Пет. 2:2*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γάλα
-
5 γάλα
молоко.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάλα
-
6 γάλα
молокомолокомΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γάλα
-
7 γάλα
-
8 γάλα
[гала] ουσ ο молоко. -
9 Γάλα πολύ, λίγο τυρί
– Γάλα πολύ, λίγο τυρί• Больше дела, меньше слов• В многословии не без пустословияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γάλα πολύ, λίγο τυρί
-
10 Όποιος καεί στο γάλα φυσάει και το γιαούρτι
Όποιος καεί στο γάλα ( στη σούπα) φυσάει και το γιαούρτιКто молоком (супом) обжёгся, тот и на простоквашу дует• Кто на молоке обжёгся, тот и на воду дуетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος καεί στο γάλα φυσάει και το γιαούρτι
-
11 Κι από στέρφα γίδα γάλα βγάζει
– Βγάζει κι από μύγα ξίγκι• Может и от яловой коровы молока надоитьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κι από στέρφα γίδα γάλα βγάζει
-
12 Έχει του πουλιού το γάλα
• Найдется всё, что угодноИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει του πουλιού το γάλα
-
13 Στο τραπέζι είχε και του πουλιού το γάλα
• Стол ломится от яствИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο τραπέζι είχε και του πουλιού το γάλα
-
14 αμελγω
1) доить(μῆλα, αἶγας Hom.; μόσχους Eur.; βόας Theocr.; перен. med. ξένους καρπίμους Arph.)
ὄϊες ἀμελγόμεναι γάλα Hom. — овцы, из которых выдаивают молоко2) выдаивать(τὸ γάλα Her.; γάλα πολύ Arst.)
3) выдавливать, выжимать(γάνος ἐκ βοτρύων Anth.)
4) высасывать, выпивать(τὸ φάρμακον Theocr.)
-
15 γαλακτος
-
16 γλαγος
-
17 εισχεω
ион. и староатт. ἐσχέω1) вливать, наливать(γάλα Eur. и τὸ γάλα ἐς ἀγγήϊα Her.)
2) med. устремляться, хлынуть(ἐσέχυντο ἐς πόλιν, sc. Τρῶες Hom.; ἐσεχέοντο οἱ Ἕλληνες ἐς τὸ τεῖχος Her.)
-
18 αιγειος
-
19 ακρατος
Iион. ἄκρητος 21) беспримесный, неразбавленный, чистый(οἶνος Hom., Her., Xen.; γάλα Hom.; αἶμα Aesch., Soph.)
ἄκρητοι σπονδαί Hom. — возлияния из чистого вина2) чистый, абсолютный(νοῦς Xen.)
3) полный, неограниченный(ἐλευθερία Plat.; δημοκρατία Plut.)
4) истинный, подлинный(δικαιοσύνη, ψεῦδος Plat.)
5) необузданный, неумеренный, безмерный, крайний(ὀργή Arst.; θάρσος Plut.)
ἄ. ὀργήν Aesch. — необузданный в своем гневе, свирепый;ἄκρατον καῦμα Anth. — палящий зной;σκότος ἄκρατον Plut. — непроглядная тьма;ἄ. ἐλθεῖν τινι Eur. — со всей силой напасть на кого-л.6) свободный (от), непричастный (к), лишенный(ἁπασῶν ἀλγηδόνων Plat.; βίος κακῶν ἄ. Plut.)
IIὅ (sc. οἶνος) чистое (неразбавленное) вино Arst. -
20 αμαω
(ᾱμ и ᾰμ)(реже med.)
1) жать, убирать (урожай)(λήϊον Hom.; σῖτον Her.; θέρος Arph.)
καλῶς ἤμησαν Aesch. — они собрали обильную жатву, перен. им повезло2) срезывать, собирать(ὄροφον λειμωνόθεν Hom.; θαλλόν Theocr.; σχοῖνον Anth.)
τέν ἐλευθερίαν ἀ. Plut. — пожинать плоды свободы3) сливать(γάλα ἐν ταλάροισιν Hom.)
4) насыпатьκρατὸς ὕπερθε κόνιν ἀ. Anth. — посыпать голову прахом ( в знак траура);
γαῖάν τινι ἀμήσασθαι Anth. — насыпать над кем-л. могильный холм5) скашивать, перен. истреблять, уничтожать(ἔγχει γονάς τινος Anth.)
См. также в других словарях:
γάλα — lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση … Dictionary of Greek
γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)