Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κλίμακα

  • 1 κλίμακα

    κλίμακα η
    1) лестница:

    ιεραρχική κλίμακα — иерархическая лестница, иерархия;

    2) определенная последовательность гимнов

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κλίμακα

  • 2 κλίμακα

    η
    1) лестница; 2) шкала; 3) прям., перен. масштаб;

    σε πλατειά ( — или ευρεία, μεγάλη) κλίμακα — в широком масштабе;

    η κλίμακα των τιμών — масштаб цен;

    4) муз. музыкальный ряд, гамма

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλίμακα

  • 3 εκπεραω

        1) выходить
        

    (μελάθρων Eur.)

        2) проходить
        

    (μέγαν στίβον HH.; χέρσον καὴ θάλασσαν Aesch.)

        ὃς βίον ἐξεπέρασ΄ ἀγνώς Eur. — кто провел жизнь в безвестности;
        ὀγδώκοντ΄ ἐκπερᾶσαι ἔτεα Anth.прожить восемьдесят лет

        3) проходить насквозь
        

    (τὸ δόρυ ἐξεπέρησεν ὑπ΄ ἐγκεφάλοιο Hom.; διά τινος Xen.)

        4) проплывать
        

    (μέγα λαῖτμα Hom.; перен. κῦμα συμφορᾶς Eur.)

        5) всходить, взбираться
        

    (κλίμακα Eur.)

    Древнегреческо-русский словарь > εκπεραω

  • 4 καταβαινω

        (fut. καταβήσομαι, pf. καταβέβηκα, aor. κατέβην - эп. 3 л. pl. κατέβαν, imper. κατάβηθι - атт. κατάβᾱ, эп. 1 л. pl. conjct. καταβείομεν = καταβῶμεν, дор. part. καββάς; med.: эп. 3 л. sing. aor. 1 κατεβήσετο, imper. καταβήσεο)
        1) сходить (вниз), спускаться
        

    (ἐξ ὄρεος Hom. и ἀπὸ τοῦ ὄρους NT.; δίφρου, πόλιος, οὐρανόθεν, ἐς πεδίον, (ἐς) θάλαμον Hom.; ἐκ τῆς ἁρμαμάξης Her.; ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἀπὸ τοῦ βήματος Dem.; εἰς φρέαρ Plat.; Ἀΐδαν Soph.; τὸν Ἅιδα δόμον Eur., ἐπὴ τέν θάλασσαν NT.)

        κλίμακα δόμοιο κ. Hom. — спускаться по лестнице дома;
        ὅ ἵππος καταβαίνεται (pass.) Aesch.всадник сходит с коня

        2) спускаться на арену, вступать в борьбу
        πολλοὴ κατέβησαν Xen. — многие приняли участие в состязаниях;
        κ. ἐπὴ τέν ἅμιλλαν Plat. — выходить на состязание;
        καταβατέον ἐπ΄ αὐτούς Arph. — необходимо помериться силами, т.е. сразиться с ними

        3) стекать, струиться (вниз)
        τὰ ἐκ τῶν ὀρῶν καταβαίνοντα ῥεύματα Plat. — текущие с гор потоки;
        κατέβη ἥ βροχή NT.пошел дождь

        4) спускаться (от центра к периферии), совершать переход (из глубины страны к побережью), отправляться, идти
        εἰς λιμένα καταβαίνων Plat.направляясь (из города) в порт

        5) (тж. ἐπὴ τελευτέν κ. Plat.) доходить до конца (повествования), заканчивать
        

    κ. ἐς λιτάς Her. — закончить просьбами;

        κατέβαινε λέγων ὡς … Her. — свой рассказ (Астиаг) закончил словами, что …

        6) приходиться, совпадать
        

    (κ. εἰς τοὺς χρόνους τούτους Arst.)

        7) переставать, прекращать
        

    κ. ἀπὸ τοῦ λόγου Luc. — прекращать (свою) речь;

        κ. ἀπὸ τῶν ἰαμβείων Luc.перестать декламировать ямбы

        8) ( редко) принижать, унижать, низвергать
        

    (τινά Pind.)

    Древнегреческо-русский словарь > καταβαινω

  • 5 ανεβαίνω

    (αόρ. ανέβηκα и ανέβην) 1. μετ. подниматься, всходить;

    ανεβαίνω την κλίμακα ( — или τη σκάλα) — подниматься по лестнице;

    ανεβαίνω τον ανήφορο — подниматься κέ — гору;

    2, αμετ.
    1) влезать, взбираться;

    ανεβαίνω στα δένδρο — влезать на дерево;

    2) садиться (на лошадь, в поезд и т. п.);

    ανεβαίνω στο βαπόρι — садиться на пароход;

    3) перен. подниматься, расти;

    ανεβαίνουν τα ΰδατα τού πόταμου — вода в реке поднимается;

    ανεβαίνει το θερμόμετρο — ртуть в термометре поднимается;

    ανεβαίνει ο πυρετός — поднимается температура;

    ανεβαίνει η παραγωγικότητα της δουλιάς — производительность труда растёт;

    4) перен. дорожать (о товарах), расти, повышаться;

    ανεβαίνουν οι τιμές — цены растут;

    ανεβαίνει ο καφές — кофе дорожает;

    5) перен. продвигаться, иметь успех;
    αυτός θ ανέβει πολύ ψηλά он далеко пойдёт; 6) подходить (о тесте); § μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι кровь бросилась мне в голову

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανεβαίνω

  • 6 ανέρχομαι

    (αόρ. ανήλθον) 1. μετ. подниматься;

    ανέρχομαι την κλίμακα — подниматься по лестнице;

    2. αμετ.
    1) подниматься, взбираться;

    ανέρχομαι στην κορυφή — подниматься на вершину;

    2) подниматься, повышаться (тж. о ценах);

    ανέρχεται η στάθμη των υδάτων — уровень воды поднимается;

    3) перен. высоко подниматься; шагнуть вперёд; достигать (высокого положения);
    4) восходить (к прошлому), иметь своим началом; 5) достигать (какой-л. суммы); составлять (сумму); τα έξοδα ανήλθαν εις δέκα χιλιάδας расходы составили сумму в десять тысяч

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανέρχομαι

  • 7 ανιών

    ούσα, όν в разн. знач восходящий;

    ανιών ήλιος — восходящее солнце;

    ανιούσα τάξη — восходящий класс, класс, находящийся на подъёме;

    ανιόντες (συγγενείς) родственники по восходящей линии;

    ανιούσα κλίμακα муз. — восходящая гамма;

    ανιούσα πρόοδος (καμπύλη) мат.восходящая прогрессия (кривая)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανιών

  • 8 αφαιρετός

    η, ό[ν]
    1) отделимый; съёмный; вставной (о зубах); накладной (о волосах); 2) переносный;

    αφαιρετή κλίμακα — переносная лестница

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφαιρετός

  • 9 ευρύς

    (-έος), εία, ύ
    1) прям., перен. широкий, большой;

    σε ευρεία κλίμακα — широко; — в широком масштабе;

    οι ευρείς ορίζοντες — широкие горизонты;

    2) перен. широкий, обширный; всеобъемлющий, всесторонний;

    ευρεία μόρφωση — всестороннее образование;

    ευρεία μάθηση — или ευρείς γνώσεις — обширные знания;

    ευρεία διάνοια — широкий, всеобъемлющий ум;

    ευρεία δράση — широкая деятельность;

    3) просторный (о помещении); вместительный (о сосудах)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευρύς

  • 10 ιεραρχικός

    η, ό[ν] иерархический;

    ιεραρχική κλίμακα — иерархическая лестница

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιεραρχικός

  • 11 κατέρχομαι

    (αόρ. κατηλθον и κατήλθα) 1. μετ.
    1) спускаться, опускаться;

    κατέρχομαι την κλίμακα — спускаться по лестнице;

    τό αερόστατο κατήλθε στο έδαφος аэростат опустился на землю;
    2) прибегать (к чему-л. предосудительному);

    κατέρχομαι σε ποταπά μέσα — прибегать к подлым средствам;

    3) прибывать, приходить;
    2. αμετ. 1) понижаться, падать; η θερμοκρασία κατήλθε κάτω τού μηδενός температура упала ниже нуля; 2) выезжать; 3) падать, рушиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατέρχομαι

  • 12 κλίμαξ

    (-ακος) η см. κλίμακα;

    § κλίμαξ ιεραρχική — иерархическая лестница, иерархия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλίμαξ

  • 13 κυλιόμενος

    η, ο:

    κυλιόμενη κλίμακα — эскалатор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κυλιόμενος

  • 14 ιεραρχικός

    ιεραρχικός, -ή, -ό
    иерархический:

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ιεραρχικός

См. также в других словарях:

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — η 1. σκάλα: Σιχαίνομαι ν ανεβαίνω τις κλίμακες τουΥπουργείου. 2. σειρά υποδιαιρέσεων οργάνου της Φυσικής: Αυτή είναι η θερμομετρική κλίμακα. 3. η σταθερή αναλογία του πραγματικού μεγέθους προς το εικονιζόμενο ομοίωμα που διατυπώνεται με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακα — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μποφόρ, κλίμακα — Κλίμακα που επινοήθηκε το 1806 από τον Άγγλο ναύαρχο Φ. Μποφόρ για την προσωπική εκτίμηση της έντασης του ανέμου με βάση τις επιδράσεις του πάνω σε διάφορα αντικείμενα. Η κλίμακα αυτή έχει 18 βαθμίδες από το 0 έως το 17 και κάθε μία από αυτές… …   Dictionary of Greek

  • Ρίχτερ, κλίμακα — Στην κλίμακα αυτή μετράται το μέγεθος ή η ολική ενέργεια ενός σεισμού σαν ένας αριθμός μεταξύ του 0 και του 8,9. Ένας σεισμός μεγέθους 2 είναι ο μικρότερος που συνήθως γίνεται αισθητός, ενώ μερικοί από τους καταστροφικούς σεισμούς έχουν μεγέθη 8… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική κλίμακα θερμοκρασιών — Θερμοκρασία η οποία προκύπτει εάν χρησιμοποιήσουμε ως θερμομετρικό σώμα το ιδανικό αέριο. Πρακτικά, αρκεί ένα αέριο σε χαμηλή πίεση και θερμοκρασία πολύ υψηλότερη από το σημείο υγροποίησής του. Η βαθμονόμηση ενός τέτοιου θερμομέτρου αερίου… …   Dictionary of Greek

  • θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»