Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αναγωγικός

См. также в других словарях:

  • αναγωγικός — ή, ό (ΑΜ ἀναγωγικός, ή, όν) [ἀναγωγή] νεοελλ. ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν αρχ. μσν. 1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει 2. επίρρ. ἀναγωγικῶς πνευματικά …   Dictionary of Greek

  • αναγωγικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος για αναγωγή: Αναγωγικά χημικά μέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • anagógico — anagógico, ca. (Del gr. ἀναγωγικός). adj. Perteneciente o relativo a la anagogía …   Enciclopedia Universal

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • λακτόζη — Ενυδατωμένη μορφή του δισακχαρίτη σακχαρόζη που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών. Η λ. λέγεται συνήθως γαλακτοσάκχαρο (βλ. λ.). * * * η (βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης που αποτελεί το κύριο γλυκίδιο τού γάλακτος τών θηλαστικών, αλλ. γαλακτοσάκχαρο …   Dictionary of Greek

  • μαλτόζη — Κρυσταλλικός δισακχαρίτης, που σχηματίζεται από την ατελή υδρόλυση του αμύλου. Αποτελείται από δύο μόρια D γλυκοπυρανόζης ενωμένα μεταξύ τους με έναν 1,4 β γλυκοσιδικό δεσμό. Ο χημικός του τύπος είναι C12H22O11, ο οποίος, αν και μοιάζει με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • ραφφινόζη — η, Ν (βιοχ.) μη αναγωγικός τριολοζίτης, που απαντά σε ορισμένα φυτά και ιδιαίτερα στις ρίζες τών παντζαριών, στους σπόρους λεγκουμινωδών και στον ευκάλυπτο, και με ατελή υδρόλυση δίνει φρουκτόζη και μελιβιόζη, αλλ. μελιτόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐԱԾԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0805 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ἁναγωγικός sursum ferns, conduens եւ anagogicus, mysticus. Վերածօղ. վերբերիչ. վերբերական. խորհրդական. *Ի հեշտութեանց՝ գոլով սոյն զէն արիութեան, եւ յաշխարհիս ըղձից հոգւոյ վերածական: Տեսակ սորա է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • anagógico — anagógico, ca (Del gr. ἀναγωγικός). adj. Perteneciente o relativo a la anagogía …   Diccionario de la lengua española

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»