Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ερινύν

См. также в других словарях:

  • Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύν — Ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύν — ἐρινύ̱ν , Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επορθιάζω — ἐπορθιάζω (Α) 1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.) 2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.) 3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῡν γόοις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»