Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Έλευθεριών

См. также в других словарях:

  • ελευθεριών — ἐλευθεριών, ο (Α) ονομασία μήνα στην Αλικαρνασσό …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθεριῶν — ἐλευθερία freedom fem gen pl ἐλευθεριάζω speak fut part act masc voc sg ἐλευθεριάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg ἐλευθεριάζω speak fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευθερίων — Ἐλευθέριος fem gen pl Ἐλευθέριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθερίων — ἐλευθέρια festival of Liberty neut gen pl ἐλευθέριος speaking masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέριος — Όνομα αγίων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο ιερομάρτυς (2ος αι. μ.Χ.). Γεννήθηκε στην Ελλάδα. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του στη Ρώμη. Χειροτονήθηκε διάκονος σε ηλικία 15 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… …   Dictionary of Greek

  • παρδαλός — ή, ό 1. αυτός που έχει στικτό χρώμα, με στίγματα σαν τής λεοπάρδαλης 2. ποικιλόχρωμος, πολύχρωμος 3. (για πρόσ.) ο ελευθερίων ηθών, ο χωρίς ηθικές αρχές 4. (για λόγους) ασαφής, ασυνάρτητος 5. το θηλ. ως ουσ. η παρδαλή γυναίκα ελευθέριων ηθών.… …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»