-
1 ακος
(σωτηρίας Eur.)
ἄ. οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι Aesch. — бесполезно сетовать о нем;ἄκεα διζησθαι Her. — изыскивать способы; -
2 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός -
3 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός -
4 άβαξ
(-ακος) ο1) доска, плита; шахматная доска; 2) счёты (предмет); 3) архит. абак(а) -
5 άνθραξ
(-ακος) ο1) уголь; 2) мин. карбункул, красный гранит; 3) мед. сибирская язва; 4) хим. четырёхатомный элемент; 5) бот. антракнозы;§ λευκός άνθραξ — белый уголь;
άνθρακες ο θησαυρός обманутые надежды -
6 αποθηκοφύλαξ
(-ακος) ο см. αποθηκάριος -
7 αρχαιοφύλαξ
(-ακος) ο хранитель музея античных древностей -
8 αύλαξ
(-ακος) η1) борозда (тж. анат.); 2) αρχ. каннелюра; 3) тех выемка; паз; жёлоб; 4) канава, ров; 5) сток; отвод; 6) мор. кильватер; 7) мор. подходной канал, водный подход (в порту, гавани и т п.) -
9 βάμβαξ
-
10 βάσταξ
(-ακος) ο козлы (подставка) -
11 βώλαξ
(-ακος) ο комок, глыба земли -
12 γαιάνθραξ
(-ακος) ο каменный уголь -
13 γεάνθραξ
-
14 δίπλαξ
-
15 δράξ
(-ακός) η1) горсть; 2) кучка, горстка (о людях);μιά δράξ ηρώων — горстка героев
-
16 θεσμοφύλαξ
(-ακος) ο страж закона -
17 θώραξ
(-ακος) ο ист. панцирь -
18 ιέραξ
(-ακος) ο сокол -
19 κλειδοφύλαξ
(-ακος) ο, η см. κλειδούχος -
20 κλίμαξ
(-ακος) η см. κλίμακα;§ κλίμαξ ιεραρχική — иерархическая лестница, иерархия
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek