-
1 ἌΚος
ἌΚος, τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε ϑέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῠ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῠ μὴ γίγνεσϑαι ἢ τοῦ γίγνεσϑαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε ϑρηνεῖσϑαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῠναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσϑαι.
-
2 ἄκος
ἄκος, Heilmittel; zur Rettung; es nützt nichts -
3 στύραξ
στύραξ, ακος, ὁ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; auch die ganze Lanze, der Speer selbst---------------------------------------------------------------- -
4 προ-φύλαξ
-
5 πυργο-φύλαξ
πυργο-φύλαξ, ακος, ὁ, Thurmwächter, Aesch. Spt. 182.
-
6 πυῤῥο-κόραξ
πυῤῥο-κόραξ, ακος, ὁ, eine Rabenart mit röthlichem Schnabel, Plin. H. N. 10, 48.
-
7 πόρπᾱξ
πόρπᾱξ, ᾱκος, ὁ, die Handhabe, an der man den Schild faßte u. handhabte, wahrscheinlich ein metallner Ring, κρίκος, od. ein Riemen an der innern Wölbung des Schildes, der herausgenommen werden konnte (vgl. ὀχάνη); διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον σάκος, Soph. Ai. 573, nach Schol. für ὄχανον gesetzt; ἐμβαλὼν πόρπακι χεῖρα, Eur. Hel. 1392 (bei dem es auch ein Theil des Pferdegeschirrs, wahrscheinlich der Kopfriemen ist, Rhes. 384); Ar. Equ. 846. 855. Einzeln noch bei Sp. (mit πόρπη zusammenhangend, w. m. s.)
-
8 πόρταξ
πόρταξ, ακος, ἡ, = πόρτις, junges Rind, Kalb, Il. 17, 4.
-
9 πύνδαξ
-
10 παρα-φύλαξ
παρα-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.
-
11 παρα-θηκο-φύλαξ
παρα-θηκο-φύλαξ, ακος, ὁ, Wächter über ein Depositum, Sp.
-
12 πιστο-φύλαξ
πιστο-φύλαξ, ακος, Wächter, Wächterinn der Treue, Orph. H. 8, 17.
-
13 παιδο-φύλαξ
παιδο-φύλαξ, ακος, ὁ, Knabenwächter, Inscr. 2715.
-
14 παιδο-κόραξ
παιδο-κόραξ, ακος, ὁ, Knabenrabe, der Knaben gierig nachstellt, ϑυμός, Diosc. 3 (XII, 42).
-
15 παλαιστρο-φύλαξ
παλαιστρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Aufseher des Ringplatzes, Hippocr.
-
16 πλαγιο-φύλαξ
πλαγιο-φύλαξ, ακος, ὁ, der die Flanken des Heeres auf dem Marsche bewacht u. schützt, D. Sic. 19, 82.
-
17 πολυ-πῖδαξ
πολυ-πῖδαξ, ακος, mit vielen Quellen; Ἴδη, ll. 8, 47 u. öfter; Ap. Rh. 3, 883.
-
18 πολυ-άνθραξ
πολυ-άνθραξ, ακος, ὁ, ἡ, mit vielen Kohlen, Schol. Ar. Ach. 34 nennt so die Acharner.
-
19 πολυ-βῶλαξ
πολυ-βῶλαξ, ακος, = Folgendem, Stasin. bei Ath. VIII, 334 b, ἤπειρος.
-
20 πολυ-αῦλαξ
πολυ-αῦλαξ, ακος, von vielen Furchen, πεδίον, Apollnds. 5 (VI, 238).
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek