-
1 γαιάνθραξ
(-ακος) ο каменный уголь -
2 γεάνθραξ
См. также в других словарях:
γαιάνθρακας — ο ονομασία για διάφορα είδη στερεών οργανικών ορυκτών, πλούσιων σε άνθρακα, με χρώμα μαύρο ή γενικά σκούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. earth coal). Η λ. γαιάνθραξ μαρτυρείται από το 1846 στον Β. Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek