-
1 μεσιακός
η, ό принадлежащий двоим, общий;έχουμε το σπίτι μεσιακό — у нас дом на двоих;
τα έχουμε όλα μεσιακά — у нас всё пополам, всё общее;
§ τό μεσιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος — посл, без хозяина дом сирота
-
2 μεσακός
η, ό см. μεσιακός -
3 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός -
4 μισ(ι)ακός
η, ό см. μεσιακός
См. также в других словарях:
μεσιακός — και μεσακός και μισιακός και μισακός, ή, ό (Μ μεσιακός και μεσακός, ή, όν) μεσαίος νεοελλ. αυτός που ανήκει σε δύο άτομα από μισό στον καθένα («μεσιακό χωράφι» το χωράφι που παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη σε κάποιον για καλλιέργεια και… … Dictionary of Greek
μεσιακός — ή, ό αυτός που ανήκει κατά το ήμισυ σε δύο άτομα, συνεταιρικός: Έχουμε μεσιακό μαγαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφημισάρικος — ἐφημισάρικος, η, ον (Μ) αυτός που ανήκει εξ ημισείας σε δύο πρόσωπα, ο μεσιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐφ ἡμισείας] … Dictionary of Greek
μεσακός — ή, ό βλ. μεσιακός … Dictionary of Greek
μισακάρης — και μεσακάρης και μεσιακάρης, ο, θηλ., ισσα κολήγος, συγκαλλιεργητής, αγρότης ο οποίος καλλιεργεί ξένο αγρό παίρνοντας ως αμοιβή τα μισά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισακός + κατάλ. άρης (πρβλ. βαρκ άρης). Ο τ. μεσιακάρης < μεσιακός] … Dictionary of Greek
μισακός — ή, ό (Μ μισακός, ή, όν) βλ. μεσιακός … Dictionary of Greek
συμμισακάτορας — και συμμισάτορας και συμμεσιακάτορας, ο, Ν κολήγος, επίμορτος καλλιεργητής, μισακάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός / μεσιακός /μισός] … Dictionary of Greek
συμμισακός — ιά, ό, Ν (για αγρό) μισακάρικος, αυτός για τον οποίο ο καλλιεργητής που τόν νοικιάζει πληρώνει ως ενοίκιο μέρος τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μισακός (βλ. λ. μεσιακός)] … Dictionary of Greek
μισιακός — ή, ό ο συνεταιρικός, ο μεσιακός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)