-
81 ειρηνοφυλαξ
-
82 εμμοτος
-
83 εντεμνω
ион. ἐντάμνω (fut. ἐντεμῶ; pf. pass. ἐντέτμημαι)1) в(ы)резывать, высекать2) перерезывать, разрезать(τὸ λίνον Luc.)
3) закалывать в жертву(σφάγιά τινι Plut.; med. ἵππον Arph.)
4) приносить жертву(ἥρωϊ Thuc.)
5) нарезать, измельчать, т.е. приготовлять(ἄκος ὕπνου Aesch.)
-
84 επαρκεω
1) приходить на (оказывать) помощь, помогатьοὐδὲν αὐτῷ ταῦτ΄ ἐπαρκέσει τὸ μέ οὐ πεσεῖν Aesch. — ничто не спасет его от падения;ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut. — утешить чью-л. печаль2) уделять, доставлять, давать(τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.)
πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. — снабдить одеждой;ἄκος ἐ. Aesch. — давать средство (спасения)3) (пред)отвращать(τι Hom.)
ἐ. τινι ὄλεθρον Hom. — помешать чьей-л. гибели4) быть достаточнымὅσον ἐπαρκεῖ Plut. — сколько нужно
5) быть в силеκαὴ τὸ μέλλον ἐπαρκέσει (v. l. ἐπικρατεῖ) νόμος ὅδε Soph. — этот закон сохранит свою силу и впредь
-
85 εριβωλαξ
-
86 ευπιδαξ
-
87 Ζαραξ
-
88 ημεροφυλαξ
-
89 θαλαμαξ
-
90 θειον
Iτό [θεῖος II]1) божествоτὸ θ. πᾶν φθονερόν (sc. ἐστιν) Her. — всякое божество завистливо;
ὥσπερ κατὰ θ. Arph. — словно по воле божества2) божественное начало, божественностьμάλιστα μετέχει τοῦ θείου ὅ ἄνθρωπος Arst. — (из всех живых существ) наиболее причастен божественному человек
3) pl. божественные дела, деяния(τὰ θεῖα ἐπαινεῖν Soph.)
4) pl. божественные вопросы(τὰ θεῖα ζητεῖν Xen.)
5) pl. почитание богов, религияἔρρει τὰ θεῖα Soph. — религия в упадке (досл. падает)
II(θείου ὀσμή Arst.; πῦρ καὴ θ. NT.)
θ. κακῶν ἄκος Hom. — сера - (очистительное) средство от зол ( сера употреблялась для культовых очищений) -
91 θεσμοφυλαξ
-
92 θησαυροφυλαξ
-
93 Θορναξ
-
94 Θραξ
-
95 θριδαξ
-
96 θριδαξ...
-
97 θριναξ
-
98 θριναξ...
-
99 θυλαξ
-
100 θωραξ
1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)
2) защита, прикрытие, оплот(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)
3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)
ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. ( игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии ( всеборье) он будет бороться в нагруднике?4) ( у ракообразных) головогрудь Arst.
См. также в других словарях:
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
ἄκος — cure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άκος — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά, σύμφωνα με την επικρατέστερη σήμερα άποψη, με την υποκορ. κατάλ. άκι* … Dictionary of Greek
Φαίαξ — ακος, ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. Φαίηξ, ηκος, Α συν. στον πληθ. οι Φαίακες μυθ. μυθικός λαός που πήρε την ονομασία του από τον γενάρχη του Φαίακα, γιο τού Ποσειδώνος και τής Κερκύρας, και κατοικούσε στη νήσο Σχερία, δηλαδή τη σημερινή Κέρκυρα, και ο… … Dictionary of Greek
Ψίλαξ — ακος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου στις Αμύκλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. κόλ αξ)] … Dictionary of Greek
πλούταξ — ακος, ὁ, Α ο αγροίκος πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα αξ, ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ αξ, στό αξ)] … Dictionary of Greek
πολυβώλαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α πολύβωλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλαξ, ακος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερι βώλαξ)] … Dictionary of Greek
πολυδόναξ — ακος, ὁ, Α (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει πολλούς αυλούς από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δόναξ, ακος «καλάμι»] … Dictionary of Greek
πολυθρίδαξ — ακος, ὁ, Μ αυτός που έχει πολλά μαρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θρίδαξ, ακος, ἡ «μαρούλι»] … Dictionary of Greek
πολυπίδαξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς πίδακες, πολλές πηγές («Ἴδην πολυπίδακα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πῖδαξ, ακος (πρβλ. μεθυ πῖδαξ)] … Dictionary of Greek
προφύλαξ — ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ [φύλαξ, ακος] 1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ. β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.) αρχ. 1. αξιωματικός φρουράς 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.) 3. στον πληθ. οἱ… … Dictionary of Greek