Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἐπαίνους

См. также в других словарях:

  • ἐπαίνους — ἔπαινος approval masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Ζαννίδης, Δημήτριος — (Ερμούπολη Σύρου 1937 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι γνωστός και με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Ζ. Δημητρίου και Δ. Υδραίος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου (τμήμα σκηνοθεσίας). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης …   Dictionary of Greek

  • вълѣзти — ВЪЛѢЗ|ТИ (158), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: ти тако ѹже акы тать вълѣзъ лѹкавыи. ѹкрадеть ти д҃шьныи домъ. (εἰσελθών) Изб 1076, 116 об.; не бо ѥго видѣ двьрьми излѣзъша ни пакы двьрми вълѣзъша. ЖФП XII, 46б; Самъ же вълѣзъ въ келию Там. же, 62б; и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντεπαινώ — ἀντεπαινῶ ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω επαίνους 2. ( ούμαι) επαινούμαι σε σύγκριση με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας …   Dictionary of Greek

  • επαινοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει επαίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπαινος + θήρας (< θήρα «κυνήγι», πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας)] …   Dictionary of Greek

  • κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»