Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(ἐπαίνους

  • 1 осыпать

    осыпать
    несов, осыпать сов
    1. ραίνω, σπέρνω, πασπαλίζω, (ἐπι)πάσσω / καλύπτω, σκεπάζω (покрывать):
    \осыпать цветами ραίνω μέ ἄνθη· \осыпать ударами δέρνω (или ξυλοφορτώνω) κάποιον
    2. перен γεμίζω, φορτώνω:
    \осыпать· похвалами γεμίζω μέ ἐπαίνους· \осыпать подарками γεμίζω (или φορτώνω) μέ δῶρα· \осыпать упреками βάζω πόστα κάποιον \осыпать насмешками παίρνω κάποιον στό ψηλό· \осыпать бранью λούζω μέ βρισιές.

    Русско-новогреческий словарь > осыпать

  • 2 рассыпаться

    рассыпать||ся
    1. χύνομαι, διασπείρομαι:
    волосы ее рассыпались по плечам τά μαλλιά χύνονταν στούς ὠμους της·
    2. (разбредаться, разбегаться) σκορπίζω (άμετ.):
    ребята рассыпались по́ лесу τά παιδιά σκόρπισαν στό δάσος· компания рассыпалась ἡ παρέα σκόρπισε·
    3. (разваливаться) διαλύομαι, γκρεμίζομαι· 4.:
    рассыпаться в похвалах ἀρχίζω νά ἐγκωμιάζω, διαχύνομαι σέ ἐπαίνους· рассыпаться в благодарностях διαχύνομαι σέ εὐχαριστίες· ◊ рассыпаться мелким бесом перед кем-л. κάνω τούμπες μπροστά σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > рассыпаться

  • 3 расточать

    расточать
    несов
    1. (растрачивать) (κατα)σπαταλώ, διασπαθίζω, ἀνεμοσκορ-ιχίζω·
    2. (щедро одарять) μοιράζω ἀφει· δώς, σκορπώ:
    \расточать улыбки σκορπώ χαμόγελα· \расточать похвалы σκορπάω ἐπαίνους.

    Русско-новогреческий словарь > расточать

  • 4 скупой

    скупой
    прил φιλάργυρος, τσιγκούνης· \скупой на похвалы φειδωλός σέ ἐπαίνους· \скупой на слова μετρημένος τα λόγια, (ὁ)λιγολόγος.

    Русско-новогреческий словарь > скупой

  • 5 заупокой

    επίρ.
    στην έκφραση:
    α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·
    β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα.

    Большой русско-греческий словарь > заупокой

  • 6 расточать

    ρ.δ.μ.
    1. βλ. расточить 2 (1 σημ.).
    2. παρέχω άφθονα, επισωρεύω• μοιράζω αφειδώς, αβέρτα• σκορπώ•

    расточать улыбки μοιράζω σε όλους χαμόγελα•

    расточать похвалы δίνω αβέρτα επαίνους.

    1. σπαταλώμαι.
    2. είμαι γαλαντόμος, γενναιόδωρος• κουβαρντάς.

    Большой русско-греческий словарь > расточать

  • 7 скупой

    επ., βρ: скуп, -а, -о.
    1. επ. κ. ουσ. τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιφούτης.
    2. επ. μτφ. γλίσχρος, πενιχρός, φτωχός•

    скупой подарок πενιχρό δώρο: -ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος.

    || αδύνατος, ισχνός•

    скупой свет αδύνατο φως.

    || σύντομος, λιγόλογος•

    -ое письмо λιγόλογο γράμμα.

    3. μτφ. φειδωλός, εγκρατής, μετριοπαθής•

    скупой на похвалы φειδωλός σε επαίνους.

    Большой русско-греческий словарь > скупой

См. также в других словарях:

  • ἐπαίνους — ἔπαινος approval masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Ζαννίδης, Δημήτριος — (Ερμούπολη Σύρου 1937 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι γνωστός και με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Ζ. Δημητρίου και Δ. Υδραίος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου (τμήμα σκηνοθεσίας). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης …   Dictionary of Greek

  • вълѣзти — ВЪЛѢЗ|ТИ (158), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: ти тако ѹже акы тать вълѣзъ лѹкавыи. ѹкрадеть ти д҃шьныи домъ. (εἰσελθών) Изб 1076, 116 об.; не бо ѥго видѣ двьрьми излѣзъша ни пакы двьрми вълѣзъша. ЖФП XII, 46б; Самъ же вълѣзъ въ келию Там. же, 62б; и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντεπαινώ — ἀντεπαινῶ ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω επαίνους 2. ( ούμαι) επαινούμαι σε σύγκριση με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας …   Dictionary of Greek

  • επαινοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει επαίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπαινος + θήρας (< θήρα «κυνήγι», πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας)] …   Dictionary of Greek

  • κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ …   Dictionary of Greek

  • μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»