-
1 αληθευω
(ᾰ) реже med.1) быть правдивым, говорить правду(περί τι Plat.)
πάντα ἀλήθευσον Batr. — скажи всю правду;οἱ διεψευσμένοὴ καὴ ἀληθεύοντες Arst. — и те, которые лгут, и те, которые говорят правду2) быть истинным, соответствовать действительностиἀδύνατον τέν ἀντίφασιν ἀληθεύεσθαι κατὰ τοῦ αὐτοῦ Arst. — невозможно, чтобы противоречащие друг другу утверждения были истинны по отношению к одному и тому же
3) верно предсказывать4) придавать истинность, оправдывать, подтверждать(τοὺς ἐπαίνους τινός Luc.)
-
2 καταλογαδην
(ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.)
-
3 ξυγγραφω
(ᾰ) тж. med.1) записывать(τὰ ῥήματά τινος Xen.)
τὰ θεσπισάσης τές Πυθίης συγγράψασθαι Her. — записать вещания Пифии2) описывать(ἀτρεκέως τι Her.; τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὴ Ἀθηναίων Thuc.)
τέν ξυμβουλέν περί τινος σ. Plat. — письменно излагать мнение о чем-л.3) писать (преимущ. в прозе), сочинять(ἐπαίνους Plat.)
μέ ποιεῖν μηδὲ σ. Plat. — не писать ни стихов, ни прозы;ὅ τέν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς Plat. — автор сочинения о поваренном искусстве;λόγος συγγεγραμμένος Plat. — (заранее) составленная речь;τοὺς νόμους συγγράφεσθαι Xen. — составлять законы;συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα Isocr. — заключать мирный договор с кем-л.;συγγράφεσθαι γάμον Plut. — заключать брачный договор4) составлять законопроекты, писать законы(οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Plat.)
5) составлять или подписывать договорξυνεχώρησαν ἐφ΄ οἷς ἠξίουν καὴ ξυνεγράψαντο Thuc. — (лакедемоняне) согласились на требования (аргосцев) и заключили договор;
συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον Dem. — заключить договор о доставке в порт6) писать, рисовать(χέν συγγεγραμμένος Arph.)
7) (лат. conscribo) вносить в сенаторские спискитолько в выраж.
πατέρες συγγεγραμμένοι Plut. = лат. patres conscripti -
4 συγγραφω
(ᾰ) тж. med.1) записывать(τὰ ῥήματά τινος Xen.)
τὰ θεσπισάσης τές Πυθίης συγγράψασθαι Her. — записать вещания Пифии2) описывать(ἀτρεκέως τι Her.; τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὴ Ἀθηναίων Thuc.)
τέν ξυμβουλέν περί τινος σ. Plat. — письменно излагать мнение о чем-л.3) писать (преимущ. в прозе), сочинять(ἐπαίνους Plat.)
μέ ποιεῖν μηδὲ σ. Plat. — не писать ни стихов, ни прозы;ὅ τέν ὀψοποιΐαν συγγεγραφώς Plat. — автор сочинения о поваренном искусстве;λόγος συγγεγραμμένος Plat. — (заранее) составленная речь;τοὺς νόμους συγγράφεσθαι Xen. — составлять законы;συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα Isocr. — заключать мирный договор с кем-л.;συγγράφεσθαι γάμον Plut. — заключать брачный договор4) составлять законопроекты, писать законы(οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Plat.)
5) составлять или подписывать договорξυνεχώρησαν ἐφ΄ οἷς ἠξίουν καὴ ξυνεγράψαντο Thuc. — (лакедемоняне) согласились на требования (аргосцев) и заключили договор;
συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον Dem. — заключить договор о доставке в порт6) писать, рисовать(χέν συγγεγραμμένος Arph.)
7) (лат. conscribo) вносить в сенаторские спискитолько в выраж.
πατέρες συγγεγραμμένοι Plut. = лат. patres conscripti -
5 υπολανθάνω
(αόρ. υπέλαθον) αμετ. находиться в скрытом состоянии; быть скрытым;υπολανθάνουσα νόσος — скрытая болезнь;
εις τούς επαίνους του υπελάνθανε πρόθεσις είρωνείας в его похвалах было скрыта насмешка
См. также в других словарях:
ἐπαίνους — ἔπαινος approval masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
Ζαννίδης, Δημήτριος — (Ερμούπολη Σύρου 1937 –). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Είναι γνωστός και με τα λογοτεχνικά ψευδώνυμα Ζ. Δημητρίου και Δ. Υδραίος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου (τμήμα σκηνοθεσίας). Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης … Dictionary of Greek
вълѣзти — ВЪЛѢЗ|ТИ (158), ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: ти тако ѹже акы тать вълѣзъ лѹкавыи. ѹкрадеть ти д҃шьныи домъ. (εἰσελθών) Изб 1076, 116 об.; не бо ѥго видѣ двьрьми излѣзъша ни пакы двьрми вълѣзъша. ЖФП XII, 46б; Самъ же вълѣзъ въ келию Там. же, 62б; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
BARDI — I. BARDI apud Celtas et Britannos Poerae erant, qui fortia clarorum virorum facta versibus Heroicis celebrabant, dulcibusque lyrae melodiis ad exhilarandos in conviviis virorum animos, decantabant. Unde Lucanus, l. 1. v. 447. Vos quoque qui… … Hofmann J. Lexicon universale
αντεπαινώ — ἀντεπαινῶ ( έω) (Α) 1. ανταποδίδω επαίνους 2. ( ούμαι) επαινούμαι σε σύγκριση με κάποιον … Dictionary of Greek
βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… … Dictionary of Greek
εκθειάζω — (Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, όω) εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω αρχ. 1. θεοποιώ, αποθεώνω 2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό 3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας … Dictionary of Greek
επαινοθήρας — ο αυτός που επιδιώκει επαίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έπαινος + θήρας (< θήρα «κυνήγι», πρβλ. θεσι θήρας, προικο θήρας)] … Dictionary of Greek
κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek