Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ἀλωήν

См. также в других словарях:

  • ἁλωήν — ἀλωήν , ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῳήν — ἀλῳήν , ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωήν — ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳήν — ἀλωή threshing floor fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοαρδής — νεοαρδής, ές (Α) αυτός που έχει ποτιστεί πρόσφατα («ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ ἀλωὴν αἶψ ἀγξηράνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αρδής (< ἄρδω «ποτίζω»), πρβλ. ευ αρδής] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλή — η, ΝΜΑ 1. ο καρπός τού κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.) 2. η κιονίδα τού φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»