-
1 ευκτιμένη
ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐϋκτιμένη, ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐϋκτιμένῃ, ἐυκτίμενοςgood to dwell in: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 εὐκτιμένη
Βλ. λ. ευκτιμένη -
3 ἐυκτιμένη
Βλ. λ. ευκτιμένη -
4 ἐυκτιμένῃ
Βλ. λ. ευκτιμένη -
5 ἀλωά
ἀλωά, ion. u. ep. ἀλωή, ἡ (s. ἅλως), die Tenne, wo das Getreide gedroschen u. geworfelt wird; geebnetes und bebautes Land; Hom. oft; Tenne Iliad. 5, 499 ἱερὰς κατ' ἀλωάς, plur. homerisch für den sing., 13, 588 με γάλην κατ' ἀλωήν, 20, 496 ἐυκτιμένῃ (v. l. ἐυτρο χάλῳ Scholl.) ἐν ἀλωῇ; Weingarten Od. 1. 193. 11, 193 ἀνὰ (κατὰ) γουνὸν ἀλωῆς οὶνοπέδοιο, gen. definit., die ἀλωή ist der γουνός, Iliad. 18, 561 σταφυλῇσι μέγα βρίϑουσαν ἀλωήν, 566 ὅτε τρυγόῳεν ἀλωήν, Od. 7, 122 πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται; Baumpflanzung Iliad. 21, 36 Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ ὅτι ἀλωὴντὴν δενδροφόρον γῆν νῦν λέγει· ἐπιφέρει γάρ »ὁ δ' ἐρινεόν (37)«, vgl. 77 ἐυκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ; 9, 540 vgl. mitöst; Thetis zieht den Achill groß φυτὸν ἃς γουνῷ ἀλωῆς, wie einen jungen Baum, Iliad. 18, 57. 438; Ackerland Iliad. 5, 90 ἕρκεα ἀλωάων ἐριϑηλέων vgl. 92 ἔργα κάλ' αἰζηῶν, 9, 534 οὔ τι ϑαλύσια γουνῷ ἀλωῆς ῥέξεν; vgl. Iliad. 21, 346 νεοαρδέ' ἀλωήν, Od. 6, 293 τεϑαλυῖά τ' ἀλωή, 24, 221 πολυκάρπου ἀλωῆς, 226 ἐυκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 336 δένδρε' ἐυκτι μένην κατ' ἀλωήν, 224 ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος; – Tenne Hes. O. 599; Theocrit. 7, 34; ἀλωαὶ δενδρήεσσαι Theocr. 25, 30; πολύκαρπος ἀλ. Ap. Rh. 3, 158; πολυστάφυλος Herod. Att. 9 ( App. 50); Opp. H. 1, 797 ἀργινόεσσα Ποσειδάωνος ἀλωή die Meeresfläche; der Hof um Sonne u. Mond Arat. 810. 876.
-
6 ἀ-μιχθαλόεσσα
ἀ-μιχθαλόεσσα, Hom. einmal, Iliad. 24, 753 πέρνασχ', ὅν τιν' ἕλεσκε, ἐς Σάμον ἔς τ' Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχϑαλόεσσαν; Antimach. schrieb nach Scholl. V. μιχϑαλόεσσαν; Ableitg u. Bdtg unsicher, nach Einigen = ἀπροσόρμιστον ἐκ ϑαλάσσης, weil Lemnos schlechte Häfen habe; nach Anderen = ὁμιχλώδη, neblig; nach Anderen – εὐδαίμονα, wohlhabend, reich; Apoll. lex. Hom. 27, 14 Scholl. Iliad.; – Hymn. Apoll. 36 Ἴμβρος τ' εὐκτιμένη καὶΛῆμνος ἀμιχϑαλόεσσα.
-
7 ευκτιμένηι
-
8 ἐυκτιμένηι
-
9 ἀγακτιμένη
ἀγα-κτῐμένη, poet. fem.A = εὐκτιμένη, well-built or placed,πόλις Pi.P.5.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγακτιμένη
-
10 ἀλωή
I threshing-floor,ἱερὰς κατ' ἀλωάς Il.5.499
; μεγάλην κατ' ἀλωήν, ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ, 13.588, 20.496, cf. Hes.Op. 597.II more commonly, any prepared ground (cf. Sch.Od.1.193), garden, orchard, vineyard, etc., Il.5.90, Od.6.293, etc.: Ποσειδάωνος ἀ., i.e. sea, Opp. H.1.797. -
11 Ἰθάκη
Ἰθάκη: Ithaca.— (1) the native island of Odysseus, with Mts. Neritus, Neius, and Corax, and the harbor Reithrum. Epithets, ἀμφίαλος, εὐδείελος, ἐυκτιμένη, κραναή, παιπαλόεσσα, τρηχεῖα.— (2) the city, at the foot of Mt. Neius, Od. 3.81, cf. Od. 16.322 .—Ἰθάκηνδε, to Ithaca.— Ἰθακήσιος: inhabitant of Ithaca, Ithacan.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰθάκη
См. также в других словарях:
ἐυκτιμένη — ἐϋκτιμένη , ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένῃ — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκτιμένη — ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένηι — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» … Dictionary of Greek
гумно — диал. гувно, укр., блр. гумно, ст. слав. гоумьно ἅλως, болг. гумно, гувно, сербохорв. гумно, словен. gumno, чеш., слвц. humno, польск. gumno, в. луж. huno, н. луж. gumno. Древнее сложение из *gu (см. говядо, говно) и к. мять, мну, лит. minù,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek