-
1 βεβρίθει
βεβρί̱θει, βρίθωto be heavy: plup ind act 3rd sg (attic epic) -
2 βρίθω
βρίθω, βρίσω, H. h. 4, 456; perf. βέβρῑϑα mit Präsensbedeutung; 1) Wucht haben, schwer belastet sein, στραφυλῇσι μέγα βρίϑουσαν ἀλωήν Il. 18, 561; βρίϑῃσι δένδρεα καρπῷ Od. 19, 112; absol., von fruchtschweren Aehren, Hes. O. 464; βεβρίϑει (ναῦς) σάκεσσι καὶ ἔγχεσιν Od. 16, 474; εὐδοξίᾳ μέγα βρίϑει Pind. N. 3, 38; vgl. Eur. Phoen. 1551; ὄλβῳ Troa. 216; c. gen., τράπεζαι σίτου βεβρίϑασιν, schwer beladen, angefüllt, Od. 15, 334; vgl. 9, 219; ἔρις βεβριϑυῖα, lästig, beschwerlich, Il. 21, 385; ὑπὸ λαίλαπι βέβριϑε χϑών 16, 384. – 2) ein Uebergewicht haben, überlegen sein, ἐέδνοισι βρίσας Od. 6. 159; im Kampfe, Il. 12, 346. 359. 17, 512; χειρί Soph. Ai. 130; ὄλβῳ Eur. Tr. 216; sich auf eine Seite neigen, lenken, von Pferden, Plat. Phaedr. 247 b; Plut. Caes. 44; ähnl. bei Sp.; κάτω Lucill. 55 (XI, 91). – 3) trans., belasten, beschweren, Hes. O. 464; τινὰ πλούτῳ Pind. N. 8, 13; τάλαντα Aesch. Pers. 346; Sp. D., wie Opp. C. 1, 128; pass., βριϑομένη, schwer belastet, Iliad. 8, 307 μήκων δ' ἃς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ' ἐνὶ κήπῳ καρπῷ βριϑομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν, vgl. Scholl. Aristonic.; βριϑομένης ἀγαϑῶν ἐπίμεστα τραπέζης Phereer. bei Hesych. (v. ἐπίμεστα); χαλικρήτῳ νάματι Agath. 8 (V, 294).
-
3 βριθω
1) тж. med. быть тяжелым(βριθόμενοι ἄξονες Aesch.; ἔρις βεβριθυῖα Hom.)
2) быть нагруженным(ναῦς βεβρίθει σάκεσσι καὴ ἔγχεσι Hom.; τροπαίοις βεβριθώς Plut.)
3) быть обремененным, отягощенным(σταφυλῇσι βρίθουσα ἀλωή Hom.)
τράπεζαι σίτου ἡδ΄ οἴνου βεβρίθασιν Hom. — столы уставлены хлебом и вином;εὔχεσθαι β. Δημήτερος ἀκτήν Hes. — молиться, чтобы цвела урожаем земля Деметры, т.е. пашня;ὑπὸ λαίλαπι βέβριθε χθών Hom. — на земле бушует буря4) быть одаренным, изобиловать(χειρὴ ἢ πλούτου βάθει Soph.). εὐδοξίᾳ β. Pind. быть славным
5) склоняться, гнуться, валиться(βρίθει ὅ τῆς κακῆς ἵππος μετέχων Plat.; ἐπὴ θάτερον μέρος Arst., κάτω Anth.)
ἐνταῦθα τῆς γῆς ἔβρισε (ὅ λίθος) Plut. — в это место упал камень6) наваливаться, напирать(τῇδε Hom.; οἱ ἱππεῖς ἐπὴ τὸ ἀριστερὸν ἔβρισαν Plut.)
7) получать или иметь перевес, одолевать(ὧδε ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί Hom.)
ἐέδνοισι βρίσας Hom. — поднеся более богатые подарки8) нагружать, отягощать(μήκων καρπῷ βριθομένη Hom.; πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.)
τάλαντα βρῖσαί τινι Aesch. — положить что-л. на чашки весов9) одарять(τινὰ πλούτῳ Pind.; βλάσταις τέκνων βριθομένα Νιόβη Plut.; παρθενίων βριθομένη χαρίτων Anth.)
-
4 βρίθω
Aβρίθῃσι Od.19.112
: [dialect] Ep. [tense] impf.βρῖθον 9.219
: [tense] fut.βρίσω B.9.47
, [dialect] Ep. inf. : [tense] aor.ἔβρῑσα Il.12.346
, etc.: [tense] pf.βέβρῑθα 16.384
, Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.βεβρίθει Od. 16.474
:—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561
;βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557
(lyr.);ὄλβῳ β. Id.Tr. 216
(lyr.);πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305
;κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11
.2 c. gen., to be laden with or full of, ; ;πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217
.3 c. acc.,βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4
.4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466
; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18
: but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.II of men, outweigh, prevail,ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159
: abs., have the preponderance in fight, prevail,ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346
;τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512
; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130
.III trans., weigh down, load,ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18
;τάλαντα βρίσας A.Pers. 346
.2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b
: c. gen.,πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290
;συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12
;βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190
(hex.);βριθομένη χαρίτων AP5.193
(Posidipp. or Asclep.): abs.,ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153
(lyr.). (Cf. βρῖ.)
См. также в других словарях:
βεβρίθει — βεβρί̱θει , βρίθω to be heavy plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)