Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(χιτώνιον

См. также в других словарях:

  • χιτώνιον — woman s frock neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίοις — χιτώνιον woman s frock neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίοισι — χιτώνιον woman s frock neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίου — χιτώνιον woman s frock neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίων — χιτώνιον woman s frock neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτωνίῳ — χιτώνιον woman s frock neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτώνια — χιτώνιον woman s frock neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОДЕЖДА —    • Vestis,     I.          Греческая одежда.          Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… …   Реальный словарь классических древностей

  • κιθώνιον — κιθώνιον, τὸ (Α) ιων. τ. χιτώνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνιον με μετάθεση τής δασύτητας] …   Dictionary of Greek

  • χιτώνιο — το / χιτώνιον, ΝΜΑ [χιτών] (στην αρχαιότητα) (ως υποκορ. τ. τού χιτών) κοντός χιτώνας νεοελλ. 1. στρ. το στρατιωτικό αμπέχονο 2. (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων 3. φρ. «χιτώνιο πυροβόλου» στρ. πρόσθετος κυλινδρικός σωλήνας με τον οποίο περιβάλλεται …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»