-
1 αγοράσω
ἀ̱γορά̱σω, ἀγοράομαιmeet in assembly: aor ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)ἀ̱γορά̱σω, ἀγοράομαιmeet in assembly: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱γοράσω, ἀγοράζωfrequent the: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀγοράζωfrequent the: aor subj act 1st sgἀγοράζωfrequent the: fut ind act 1st sgἀγοράζωfrequent the: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀγοράσω
ἀ̱γορά̱σω, ἀγοράομαιmeet in assembly: aor ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)ἀ̱γορά̱σω, ἀγοράομαιmeet in assembly: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀ̱γοράσω, ἀγοράζωfrequent the: aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)ἀγοράζωfrequent the: aor subj act 1st sgἀγοράζωfrequent the: fut ind act 1st sgἀγοράζωfrequent the: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
3 ἀγοράζω
ἀγοράζω, 1) nach VLL. zunächst ἐν ἀγορᾷ διατρί βειν, auf dem Markte sein, die Geschäfte desselben besorgen, Her. 2, 35 αἱ μέν γυναῖκες ἀγοράζουσι – οἱ δὲ ἄνδρες κατ' οἴκους ἐόντες –; ähnlich 3, 137. 139. 4, 78. 164; εἰςελϑόντες ἠγόραζον εἰς τὴν πόλιν Thuc. 6, 51, wo der Schol. ἐνἀγορᾷ διέτριβον erkl.; Aristoph. Lys. 633; Xen. verb. es mit δειπνεῖν καὶ καϑεύδειν, die gewöhnlichen Lebensbeschäftigungen andeutend, Hell. 2, 4, 10; cf. Lac. 9, 4; Cratin. bei Athen. XII, 553 e; Luc. Tox. 57 ἠγοράζομεν, wir gingen auf den Markt; Plut. Lys. 11; Aristoph. Equ. 1373 οὐδ' ἀγοράσει γ' ἀγένειος οὐδεὶς ἐν ἀγορᾷ, kein unbärtiger soll in der Versammlung mitsprechen. Diese Bdign sind bei Sp. äußerst selten, dah. die häufigen Erkl. der Schol. und die Bemerkung, daß es ein Atticismus sei. – 2) kaufen, VLL. ὠνεῖσϑαι, erst später im allgemeinen Gebrauche, dah. Harpocr. noch ausdrücklich Hyperid. in Del. erwahnt, der ἱερεῖα ἀγοράσοντες, um Opferthiere zu kaufen, gesagt hatte; χιτώνιον Ar. Plut. 984, u. in der mittleren und neueren Kom. geläufig; τὰ ἐπιτήδεια Xen. An. 1, 5, 10, wie 7, 3, 2; τι, 5, 7, 8; Hell. 7, 2, 18; auch im med., ἀγοράζεσϑαι τὰ ἐπιτήδεια, sich Lebensmittel kaufen, An. 1, 3, 14, wie Dem. 30, 55; τὰ ἠγορασμένα Isaeus 8, 23; ἀγοράσματα ἀγ. Aesch. 3, 223; Dem. Neaer. 46; Arist. Oec. II, 21; bei den Sp. häufig; perf. ἠγόρακα Menand. bei Ath. 654 b; Arist. Oec. II, 34; – ἀγορῶ als fut. erklärt Suid. für barbarisch; ἀγοράσω hat Charit. 1, 11; Them. Mag. ὠνήσομαι κάλλιον ἢ ἀγοράσω. Die Bemerkung des Moeris, Herodian und Drace, daß ἀγοράζω, auf dem Markt verkehren, zum Unterschiede von »kaufen« eine lange penultima habe, scheint auf willkürlichen Distinctionen der Gramm. zu beruhen, obwohl Buttm. Gr. I, p. 328 meint, daß sie sich innerlich wohl begründen lasse.
-
4 αυτοί
οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν даже друзья покинули его;αυτοί ούτος ο κατηγορούμενος ομολογεί, ότι είναι ένοχος — даже сам обвиняемый признаёт себя виновным;
8) вот этот, вот эта, вот это;αυτοίό το καρπούζι θ' αγοράσω — вот этот арбуз я куплю;
9) таков, такова, таково;αυτοίή είναι η αλήθεια — такова правда;
αυτοίά είναι τα νέα — таковы новости;
10):αυτοί καθ' εαυτός, (αύτη καθ' εαυτή, αυτό καθ' εαυτό) — сам (сама, само) по себе;
αυτοίή καθ' εαυτή η πρόταση είναι καλή — само по себе это предложение хорошее;
11) книжн, (мест, притяж. 3 л.) его, её, их;τό τέκνον αύτοϋ его дитя; § κατ' αύτάς на днях (о прошлом и о будущем); γι' αυτό или δι' αυτό поэтому, потому; ради этого; παρ' όλα αυτά при всём этом; несмотря на всё это;τό αυτοίό — делайте, повторяйте то же самое (гимнастическая команда);
αυτά κι' αυτά σε κύμανε να χάσεις τη θέση σου как раз из-за этих твоих слов (поступков) ты и потерял работу;μ' αυτά και μ'αΰτά πήρε ο νοδς σου αέρα вот это и вскружило тебе голову; απ' αυτά σου κι' απ? αυτά σου εμακρύνανε τ' αφτιά σου посл. где растяпа да тетеря, там не прибыль, а потеря -
5 μελετώ
(α) μετ.1) учить, изучать, исследовать (что-л.); заниматься изучением (чего-л.); 2) думать, намереваться, хотеть (сделать 'что-л.);μελετ ν'.αγοράσω ένα αυτοκίνητο — я думаю купить машину;
3) упоминать, вспоминать; думать;μη μελετας το κακό — не думай о плохом;
μόλις σε είχαμε μελετήσει — ты лёгок на помине
См. также в других словарях:
ἀγοράσω — ἀ̱γορά̱σω , ἀγοράομαι meet in assembly aor ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἀ̱γορά̱σω , ἀγοράομαι meet in assembly aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱γοράσω , ἀγοράζω frequent the aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀγοράζω frequent the aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορασείω — ἀγορασείω (Α) (εφετικό τού ἀγοράζω) επιθυμώ ν αγοράσω … Dictionary of Greek
εφάπαξ — (Α ἐφάπαξ) επίρρ. για μια φορά, μια και καλή, μια για πάντα («τοῡτο γὰρ ἐποίησεν [ο Ιησούς] ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας», ΚΔ) νεοελλ. 1. (για χρηματικά ποσά) σε μία μόνο δόση, για μια φορά, κυρίως για χρηματική παροχή σε υπάλληλο που εξέρχεται από… … Dictionary of Greek
πλειστηριάζω — ΝΑ, πληστηριάζω Α [πλειστήρης] νεοελλ. εκθέτω κάτι σε πώληση με πλειοδοσία, πουλώ σε πλειστηριασμό αρχ. προσφέρω τη μεγαλύτερη τιμή προκειμένου να αγοράσω κάτι σε πλειστηριασμό, πλειοδοτώ («οὐ τιμῆς τεταγμένης πωλοῡσιν, ἀλλ ὡς ἄν δύνωνται… … Dictionary of Greek
ωνησείω — Α επιθυμώ να αγοράσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠνοῦμαι + εφετική κατάλ. (η)σείω (πρβλ. πολεμ ησείω)] … Dictionary of Greek
δίνω — έδωσα, δόθηκα, δοσμένος 1. παραχωρώ σε άλλον, εκχωρώ, χαρίζω: Μου έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο. 2. πληρώνω: Δίνει αρκετά στους εργαζόμενους; 3. παντρεύω: Ο πατέρας της την έδωσε με το ζόρι. 4. πουλώ: Δίνω το αυτοκίνητό μου, για να αγοράσω καινούριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεματικό — το 1. καλαμόσκοινο από σπάρτο ή βρίζα με το οποίο δένονται τα δεμάτια. 2. μάτσο από εδώδιμα χορταρικά: Θα αγοράσω και ένα δεματικό άνηθο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεφτές — ο έ (λ. τουρκ.), μόνο στον ενικό, το πρώτο πούλημα της ημέρας: Δεν έκανα σεφτέ ακόμη. – Θα αγοράσω κάτι, για να σου κάνω σεφτέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)