Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γαλεός

См. также в других словарях:

  • γαλεός — dog fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλέος — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο είδη πλευροτρηματικών χονδριχθύων, με μορφή σκυλόψαρου, του γένους μούστελους, της οικογένειας των καρχαρινιδών. Ο γ. ο κοινός έχει μέσο μήκος 80 εκ., αλλά μπορεί να φτάσει και τα 160 εκ. Τα δόντια του… …   Dictionary of Greek

  • γαλέος — ο είδος ψαριού, ο δροσίτης: Στην ψαροταβέρνα παράγγειλα γαλέο στη σχάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλεοῖς — γαλεός dog fish masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοί — γαλεός dog fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεοῦ — γαλεός dog fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεούς — γαλεός dog fish masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῶν — γαλεός dog fish masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεῷ — γαλεός dog fish masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεόν — γαλεός dog fish masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλεώτης — γαλεώτης, ο (Α) 1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης* 2. ο ξιφίας 3. η ικτίς 4. φρ. «γαλεώτης γέρων» γέρος ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»