-
1 παραλουργής
II of persons, wearing a garment with purple border (i.e. less distinguished than those who wore garments of purple), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλουργής
-
2 παραλουργίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλουργίδιον
-
3 παραλουργίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλουργίς
-
4 παραλουργός
παρᾰλουργ-ός, όν,A = παραλουργής 1,χιτώνιον Plu.2.583e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλουργός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский