-
1 κραταιόγονον
κραταιόγονονwillow-weed: neut nom /voc /acc sg -
2 κραταιόγονον
κρᾰται-όγονον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιόγονον
-
3 κραταιογόνου
κραταιόγονονwillow-weed: neut gen sg -
4 κραταίγονος
κρᾰταί-γονος, ἡ,A = κραταιόγονον, Thphr.HP9.18.5 (prob.l.):— also [suff] κρᾰταί-γονον, τό, Ps.-Dsc.3.124, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίγονος
-
5 κραταίωνον
κρᾰταί-ωνον, τό,A = κραταιόγονον, Ps.-Dsc.3.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίωνον
-
6 πολύκαρπος
πολῠκαρπ-ος, ον,A fruitful,ἀλωή Od.7.122
, 24.221;χθών Pi.P.9.7
([comp] Sup.);τὸν π. οἰνάνθας βότρυν E.Ph. 230
(lyr.); ([comp] Comp.), cf. Hp.Insomn.90, etc.;στέφανος μύρτων Ar.Ra. 328
, cf. IG3.726; rich in fruit,Φρύγες πολυκαρπότατοι Hdt.5.49
; .II πολύκαρπον, τό, = κραταιόγονον, Hp.Mul.1.65, acc. to Gal.19.132; = πολύγονον ἄρρεν, Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκαρπος
См. также в других словарях:
κραταιόγονον — κραταιόγονον, τὸ (Α) φυτό τού γένους πολύγονο … Dictionary of Greek
κραταιόγονον — willow weed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιογόνου — κραταιόγονον willow weed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταίγονος — κραταίγονος, ἡ, και κραταίγονον, τὸ (Α) το κραταιόγονον* … Dictionary of Greek