Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(στρατιᾶς

См. также в других словарях:

  • στρατιᾶς — στρατία fem gen sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατιάς — στρατιά̱ς , στρατία fem acc pl στρατιά̱ς , στρατιά army fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στρατίας — Στρατίᾱς , Στρατίη fem acc pl Στρατίᾱς , Στρατίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατίας — στρατίᾱς , στράτιος of an army fem acc pl στρατίᾱς , στράτιος of an army fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Δερβενάκια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 84 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Αργολίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. μάχη των Δ.Σειρά συγκρούσεων μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της Πελοποννήσου με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • Μπερναντότ, Ζαν Μπατίστ Ζιλ — (Jean Baptiste Jules Bernadotte, Πο 1763 – Στοκχόλμη 1844). Γάλλος στρατηγός και κατόπιν βασιλιάς της Σουηδίας και της Νορβηγίας (1818 44). Κατατάχτηκε στον στρατό σε ηλικία 17 ετών· συνταγματάρχης το 1792 και στρατηγός διοικητής μεραρχίας το… …   Dictionary of Greek

  • Σαράιγ, Μωρίς Πωλ Εμμανουήλ — (Sarrail). Γάλλος στρατηγός (1856 1929). Το 1900, με το βαθμό του ταγματάρχη διορίστηκε υπασπιστής του στρατηγού Αντρέ, υπουργού των Στρατιωτικών. Από την εποχή αυτή άρχισαν και οι επαφές του με πολιτικούς κύκλους, στις τάξεις των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Φαλκενχάιν Ερρίκος — (Falkenhayn, 1861 – 1922). Γερμανός στρατηγός. Υπουργός στρατιωτικών της Πρωσίας το 1913, αντικατέστησε τον φον Μόλτκε, μετά τη μάχη του Μάρνη (1914), στην αρχηγία του γερμανικού Γενικού Επιτελείου. Δραστήριος και βαθύς γνώστης της στρατιωτικής… …   Dictionary of Greek

  • Altgriechische Grammatik — Die Grammatik der altgriechischen Sprache (Altgriechisch: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα hē hellēnikē glōssa) ist in Beziehung auf Morphologie komplex und verfügt wie viele indogermanischen Sprachen über eine ausgeprägte Flexion. Dieser Artikel fasst die… …   Deutsch Wikipedia

  • Order of battle of the Hellenic Army in the First Balkan War — The following is the order of battle of the Hellenic Army during the First Balkan War. Contents 1 Background 2 Mobilization 3 Army of Thessaly 4 Army of Epirus …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»