Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-ᾰγωγή

  • 1 συναγωγη

        ἥ
        1) соединение, союз, связь
        2) собрание, сборище
        

    (ὄχλων Polyb.)

        3) собирание, сбор, уборка
        

    (τοῦ σίτου Polyb.)

        4) набор, формирование
        

    (στρατιᾶς Plat.)

        5) стягивание
        

    σ. τοῦ προσώπου Isocr.хмурость лица

        6) смыкание, закрывание
        7) сокращение, уплотнение, сжатие
        

    (τῆς ὕλης Arst.)

        8) сужение
        9) подготовка, организация
        

    (πολέμου Thuc.)

        10) сочетание, подбор
        

    σ. τῶν ἀντικειμένων Arst.подбор возражений

        11) синагога NT.

    Древнегреческо-русский словарь > συναγωγη

  • 2 κινώ

    (α, ε) 1. μετ.
    1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);

    κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);

    5) затевать (какое-л. дело);

    κιν τον πόλεμο — начинать войну;

    κιν αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;

    2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;
    κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;

    κινούμαι

    1) — двигаться; — шевелиться;

    η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;

    μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;

    μην κινείσαι! — не шевелись!;

    2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;

    κινήσου — пошевеливайся!, живее!;

    § κιν γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;

    συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κινώ

См. также в других словарях:

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»