Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(κτήνεσι

См. также в других словарях:

  • κτήνεσι — κτή̱νεσι , κτῆνος flocks and herds neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίχολος — ἐπίχολος, ον (Α) 1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.) 2. ευερέθιστος, οργίλος 3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • παρασυμβάλλομαι — Α παραβάλλομαι, γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι με κάποιον («παρασυνεβλήθη τοῑς κτήνεσι τοῑς ἀνοήτοις», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»