-
1 καπνώ
-
2 καπνῷ
-
3 καπνός
καπνός, ὁ,A smoke, Il.1.317, etc.;κνισάεντι καπνῷ Pi.I.4(3).66
;καπνῷ πυρός A.Ag. 497
; spray,καπνοῦ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα Od. 12.219
(hence metaph., Porph.Abst.1.47): prov., καπνοῦ σκιά, of things worth nothing, A.Fr. 399, S.Ph. 946; ; alsoπερὶ καπνοῦ στενολεσχεῖν Ar.Nu. 320
;κ. καὶ φλυαρία Pl.R. 581d
: and in pl., γραμμάτων καπνοί learned trifles, E.Hipp. 954;καπνοὺς.. καὶ σκιάς Eup.51
; nickname of a man, Id.122: metaph. also of envy, ὕδωρ καπνῷ φέρειν to throw water on the smoking embers, Pi.N.1.24: prov., ἐς αὐτὸ τὸ πῦρ ἐκ τοῦ καπνοῦ βιαζόμενος 'out of the frying-pan into the fire', Luc.Nec.4,al.II fumitory, Fumaria officinalis, Anon.Lond.36.58, Dsc.4.109. -
4 τύφω
Aθῦψαι Hsch.
, Suid. s.v. ἀτυφία: [tense] pf. τέθῠφα dub. cj.in Crobyl.4 ( τέθαιφε cod.A Ath.), Plb.5.42.3 ([etym.] ὑπο-): —[voice] Pass., Arist.Mete. 362a7, Call.Del. 141, etc.: [tense] fut. τῠφήσομαι ([etym.] ἐκ-) Men.505: [tense] aor. ἐτύφην ([etym.] ἐπ-) Ar.Lys. 221: [tense] pf. τέθυμμαι ([etym.] ἐπι-) Pl.Phdr. 230a:—raise a smoke, D.37.36: c. acc. cogn., τύφειν καπνόν Hdt.l.c.: abs., smoke,ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο κἄτυφε κἀνέπτυε S.Ant. 1009
.II trans., smoke, τῦφε πολλῷ τῷ καπνῷ (sc. τοὺς σφῆκας) Ar.V. 457 (troch.), cf. 1079 (troch.):—[voice] Pass., [μέλισσαι] καπνῷ τυφόμεναι A.R.2.134
; τυφόμεθα (v.l. -ούμεθα)ὑπὸ τοῦ καπνοῦ Jul.Caes. 310d
.2 consume in smoke, burn slowly,τυφέτω, καιέτω τὸν Αἴτνας μηλονόμον E.Cyc. 659
(lyr.);τ. τὸν χόρτον D.S.3.29
(as v.l. for πυροῦσι): metaph., Crobyl. l.c.:—[voice] Pass., smoke, smoulder,τύφεται Ἴλιον E.Tr. 145
(lyr.), cf. Ba.8; [χθὼν] καπνῷ κατερείπεται τυφομένα Id.Hec. 478
(lyr.);τυφέσθω Κύκλωψ Id.Cyc. 655
; λίνον τυφόμενον smouldering flax, Ev.Matt.12.20 ( = λ. καπνιζόμενον LXX Is.42.3): metaph., τυφόμενος πόλεμος smouldering, but not yet broken out, Plu.Sull.6; also of the fire of love,πόθοις τυφόμενον γλυκὺ πῦρ AP12.63
(Mel.), cf. 92 (Id.), 5.123 (Phld.), 130 (Id.), 11.41 (Id.). -
5 καπνός
καπνός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 smoke ἦν νιν (= Τροίαν)πεπρωμένον λάβρον ἀμπνεῦσαι κᾰπνόν O. 8.36
ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων P. 1.22
λευκανθέα σώμασι πίαναν κᾰπνόν i. e. from burning pyres N. 9.23φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66
† ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός ( ἔτι δὲ τειχέων coni. Heyne, Boeckh) fr. 185. met., λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (“Neid”. Fränkel, D & P 525̆{39}, Radt, Mnem., 1966, 155) N. 1.24 -
6 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5. -
7 καπνώι
-
8 καπνῶι
-
9 αἰθήρ
1 sky, heavena lit.ἐρήμας δἰ αἰθέρος O. 1.6
φαεννὸν ἐς αἰθέρα O. 7.67
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (Schr.: ψυχρᾶς codd.) O. 13.88πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει, αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66
b met.ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.42
λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 3.c frag. ]φαεννὸς αἰθήρ[ Pae. 3.17
αἰθερ[ Pae. 7.11
-
10 ἀντίος
1 adj., opposite, to facea abs. ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε pr. Pae. 20.10b c. dat. λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον against pr. N. 1.25 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ face to face pr. N. 10.79c c. gen. ἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν in the face of pr. O. 9.29d adverse ἔννεπε δ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων (οὐ δεξιόν Σ.) O. 8.412 pro subs., rivalμακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους P. 1.45
-
11 ἐσλός
1-οῖσιν, -ά. ε̆σλ- O. 2.19
, O. 13.100, P. 3.66, N. 4.95; codd. often offer a v. l. ἐσθλ-.)1 adj., good, noblea of people.ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι i. e. men like Hieron P. 3.66 ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα (sc. Ὅμηρος)τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐσθλοὺς codd.) P. 10.69ἐσλοῦ Πέλοπος N. 2.21
ἐσλὸν Τήλεφον I. 5.41
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Calliergus: ἐς λόγον γε cod.) I. 8.60 πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.b of things, nobleἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλει δόμεν O. 8.84
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη P. 4.175
εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
2 subs.,a the nobleἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (Aristarchus: ἐσλός codd.) N. 1.24 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” (v. l. ἐσλὸς: ἀντὶ τοῦ ἐσλοὺς Σ.) N. 3.29μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι (Sylburg: δὲ ὅλοισιν codd.) fr. 121, cf. N. 8.22b of things, blessing, successτὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸνβαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (? m. pl.) N. 8.22ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἄργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
-
12 κνισάεις
1 of burnt sacrifice μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ i. e. for sacrifice O. 7.80 φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ (Mommsen: κνισᾶντι codd.) I. 4.66 -
13 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50). -
14 λακτίζω
1 kick ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος ( λακτισδέμεν v. l.) P. 2.95 met., c. acc.,φλὸξ αἰθέρα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ I. 4.66
-
15 μέμφομαι
1 censure c. acc.τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἶσαν τυραννίδων P. 11.53
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον against those that criticize him N. 1.24ἐὼν δ' ἐγγὺς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἀλὸς οἰκέων N. 7.64
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός had cause to thank Fennel. I. 2.20 -
16 ὕδωρ
1 waterἄριστον μὲν ὕδωρ O. 1.1
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν O. 1.48
οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.64
ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἀριστεύει μὲν ὕδωρ O. 3.42
( Θήβαν)τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι O. 6.85
λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.51
οὐρανίων ὑδάτων, ὀμβρίων παίδων νεφέλας O. 11.2
Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι O. 14.1
Ἀμένα πὰρ ὕδωρ P. 1.67
ὕδατι Κασταλίας ξενωθεὶς P. 5.31
Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται P. 9.88
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἄντιον (i. e. αἶνον ἄντιον φθόνῳ, v. infra) N. 1.24ὕδατι γὰρ μένοντ' ἐπ Ἀσωπίῳ N. 3.3
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα, τόσσον εὐλογία N. 4.4
ὕδατι γὰρ ἐπὶ χαλκοπύλῳ Κασταλίας Pae. 6.7
ὑδάτλτ;εσςγτ;ι δ' ἐπ Ἀσωποῦ (G—H: ὕδατι Π.)Πα.. 13. νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον Pae. 9.18
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον δωρ *fr. 104b. 2.* κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ ὕ]δωρ Θρ.. 1. μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. of song, (cf. N. 1.24, O. 6.85, παγός, ῥοά, ῥόθιον, χεῦμα)ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ, τὸ βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτειλαν παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.74
-
17 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
18 εὔσημος
A of good signs or omens,φάσμα ναυβάταις E.IA 252
(lyr.), cf. Plu. Caes.43;ἱερά Philostr. VA8.7.12
; [ πῦρ] ib.1.31.II easily known by signs, conspicuous, εὔσημον γὰρ οὔ μελανθάνει [τὸ πλοῖον] A.Supp. 714;καπνῷ δ' ἁλοῦσα.. εὔ. πόλις Id.Ag. 818
;σημεῖα Hp.Mochl.16
; /5.225 (Rhodes, ii B.C.);ἴχνη Thphr.CP6.19.5
([comp] Comp.); οὐκ εὔσημον, ὅθεν.. not easy to distinguish, ib.3.8.2; legible, clear, (Cos, iii/ii B.C.);εὔ. γράμματα OGI665.12
(Egypt, i A.D.);εὔ. προσαγόρευσις Men.381
; of sound, distinct, βοαι S.Ant. 1021;ἦχοι Phld.Po.2.16
([comp] Sup.); wellmarked,βραχίων Philostr.Gym.35
;οὐλὴ εὔσημος PPetr.1p.54
(iii B.C.).2 clear, intelligible,λόγον εὔ. δοῦναι 1 Ep.Cor.14.9
;διδασκαλία Erot.Prooem.
, Heliod. ap. Orib.48.20.7.4 εὔσημα, τά, = Lat. insignia, f.l. for σύσσημα, D.S.36.2.5 of garments, with fine edging, BGU1564.11 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσημος
-
19 καταέννυμι
καταέννῡμι or [suff] κατ-εινύω, [dialect] Ep. Verb, not found in the form καθέννυμι because of the digamma, only in [tense] impf., [tense] aor. [voice] Act., and [tense] pf. [voice] Pass.:—A clothe, cover, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν ([tense] aor., v.l. -είνυον) Il.23.135;νηοὺς αἵματι καπνῷ τε.. κατείνυον Opp.H.2.673
:—[voice] Pass.,ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.13.351
, 19.431, h.Merc. 228, h.Ven. 285;ἕδος κ. ὕλῃ h.Ap. 225
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταέννυμι
-
20 κνῖσα
A steam and odour of fat which exhales from roasting meat, smell or savour of a burnt sacrifice ( ἡ λιπαροῦ θυμίασις, opp. λιγνύς, Arist.Mete. 387b6, cf. 388a5); ; , cf.Ar.Av. 193, 1517: generally, odour of savoury meat, Id.Ach. 1045 (lyr.), Alex.261.4;αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. Porph. Abst.2.42
; of eructations, Xenocr. ap. Orib.2.58.152.II that which causes this smell, fat caul (cf. κνῖσα· ἐπίπλους, AB1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, , cf. Od.18.45, 119, etc.;κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά A.Pr. 496
:—κνίσσα, κνίσση are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.2.901, al.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνῶι — καπνῷ , καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
FICUS — I. FICUS Mauritaniae Caesar. opp. Anton. II. FICUS arbor et fructus. et quidem illa Plin. l. 15. c. 18. Amplissima est, quaedamque et pyris magnitudine aemula. Idem l. 12. c. 5. In India vero, ipsa se semper ferens, vastis diffunditur ramis:… … Hofmann J. Lexicon universale
εναποπνίγω — ἐναποπνίγω (AM) πνίγω κάποιον ή με κάτι, στραγγαλίζω (α. «ἐν ὕδασι... ἐναπέπνιξας τὸν πολέμιον δράκοντα», Μηναία β. «ἐναποπνιγῆναι τῷ καπνῷ», Λουκ.) … Dictionary of Greek
επιπρό — ἐπιπρὸ (Α) [προ] επίρρ. προς τα εμπρός («ἐπιπρὸ δὲ λιγνυόεντι καπνῷ τυφόμεναι πέτρης ἑκάς», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
καπνείω — (Α) μεταβάλλω σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καπνῶ / έω, με ει πιθ. λόγω μετρικής εκτάσεως] … Dictionary of Greek
κατερείπω — (AM) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο, γκρεμίζω, κατερειπώνω (α. «σεισμοὶ κατήρειψαν πολὺ τὰς κατοικίας», Στράβ. β. «Τροία κατερείπεται καπνῷ τρυφομένα δορίκτητος Ἀργεΐων», Ευ ρ.) αρχ. 1. μτφ. διαφθείρω («γάμου καὶ παιδοποιΐας..., ἃ καὶ σὲ κατερείπει… … Dictionary of Greek
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
προαπελαύνω — Μ διώχνω εκ τών προτέρων («καπνῷ προαπελαύνειν τὰς μελίττας», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπελαύνω «εκτοπίζω, εξορίζω»] … Dictionary of Greek