-
1 αδαμαντινος
-
2 αλυτος
21) неразрывный, нерасторжимый(πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.)
2) нерушимый, непоколебимый, надежный(τὰ ἐνέχυρα Plut.)
3) неотвратимый, неизбежный(πολέμοιο πεῖραρ Hom.)
4) неопровержимый, непреложный(τεκμήριον Arst.)
5) непрерывный, сплошной(κύκλος Pind.)
7) нерастворимыйἄ. ὑγρῷ Arst. — нерастворимый в воде
8) нерастворенный Plat. -
3 αμειλικτος
-
4 αρρηκτος
21) неразрушимый, незыблемый(τεῖχος, πόλις Hom.; δόμοι Hes.; τυραννίς Plut.)
2) несокрушимый, неуязвимый(ἄ. φυάν Pind.; ἄρρηκτον σιδήρῳ σῶμα Plut.)
3) неразрывный, крепкий(δεσμοί Hom., Plut.; πέδαι Aesch.)
4) непроницаемый(νεφέλη Hom.; πέδαι Aesch.; σάκος Aesch., Soph.; τὸ δέρμα τοῦ κροκοδείλου Her. и φολιδωτόν Arst.; στῖφος Plut.)
5) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.; τόνος Plut.)
-
5 αφυκτος
21) неизбежный, неминуемый(γυιοπέδαι Pind.; βέλη Soph.; τόξα Eur.; τύχη Plat.; θάνατος Plut.; δεσμοί Luc.)
2) неразрешимый, запутанный, тж. хитрый(λόγοι Arph. etc.; ἐρώτημα Plat.)
3) не могущий убежатьἄφυκτον λαμβάνειν τινά Arph. — крепко схватить кого-л.
-
6 ευδιακοπος
-
7 ινωδης
2(ῑ) [ἴς]1) полный волокон, волокнистый(αἷμα Arst.)
2) жилистый, сильный, крепкий(κεφαλέ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.)
-
8 κρατερος
3(дор. gen. pl. f κρατερᾶν)(= καρτερός)
1) сильный, мощный, могучий(Ἄρης, λέων, χεῖρες Pind.)
2) могущественный, неодолимый(Μοῖρα, ἀνάγκη Hom.)
3) жестокий, суровый(ὑσμίνη, βίη, ἔργα Hom.)
4) крепкий, прочный(βέλος, τόξον, δεσμοί Hom.; γυιοπεδαι Aesch.)
5) жесткий, твердый(χῶρος Hom.; σίδηρος Hes.)
6) сильный, бурный(ἔρις, μένος Hom.)
7) резкий, острый, мучительный(ἄλγεα, πένθος Hom.)
8) грозный, злобный, злой(μῦθος Hom.)
-
9 πικρος
1) острый, остроконечный(ὀϊστός Hom.; γλωχίς Soph.)
2) горький(ῥίζα Hom.)
; горько-соленый(δάκρυον Hom.)
3) едкий, острый(ὀδμή Hom.)
4) пронзительный(οἰμωγή Soph.)
5) резкий, мучительный(ὠδῖνες Hom.)
6) прискорбный, горестный, тяжелый(τιμωρία Aesch.; ἀγών Soph.)
7) скорбящий, печальный(ὄρνις Soph.)
8) тягостный, неприятный(δεσμοί Eur.; γειτονία Plat.)
9) ненавистный(θεοῖς Soph.)
10) резкий, жестокий, суровый(νόμοι Arph.; λόγοι Eur.; δικαστής Polyb.; ζῆλον NT.)
-
10 χονδρωδης
-
11 αίμα
(γεν. αίματος) τό1) кровь;αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;
μετάγγιση αίματος переливание крови;σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;
μόλυνση τού αίματος заражение крови;κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;
μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;2) родная кровь; кровное родство;είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;
συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;
δεσμοί αίματος узы крови;§ φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом
и кровью добиться (чего-л.);παίρνω αίμα — пускать кровь;
παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;
μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;
ανάψανε — та αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;
τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;
μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;
μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;
βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;
μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;
με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;
τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;
τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;
-
12 συγγενικός
η, ό[ν]1) родственный;συγγενικόςές σχέσεις — родственные отношения;
συγγενικόςοι δεσμοί — родственные связи;
2) родственный, близкий, сходный -
13 φιλικός
η, ό[ν] 1. дружеский, товарищеский, приятельский; дружелюбный;αγώνας — или φιλικό ματς — товарищеский матч;φιλικοί δεσμοί — узы дружбы;
§ Φιλική Εταιρεία ист. Гетерия;2. (ο) ист. член Гетерии
См. также в других словарях:
δεσμοῖ — δεσμέω undergo ankylosis pres opt act 3rd sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres opt act 3rd sg (attic epic doric) δεσμεύω fetter pres ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres opt act 3rd sg δεσμεύω fetter pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμοί — δεσμεύω fetter pres subj mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres ind mp 2nd sg δεσμεύω fetter pres subj act 3rd sg δεσμός band masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
έκλειψη — Παροδική επισκίαση ενός ουράνιου σώματος, η οποία προέρχεται από την παρεμβολή ενός άλλου μεταξύ αυτού και του παρατηρητή ή μεταξύ του ουράνιου σώματος και του Ήλιου που το φωτίζει. Με τη λέξη έ. εννοούμε συνήθως την παροδική εξαφάνιση του Ήλιου… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… … Dictionary of Greek
διβοράνιο — Εξαιρετικά εύφλεκτο και εκρηκτικό αέριο που ανήκει στα βοράνια και έχει τύπο Β2Η6. Το δ. έχει δυνατή, δυσάρεστη οσμή, είναι πολύ τοξικό και αναφλέγεται στη χαμηλή θερμοκρασία των 38°C. Παρασκευάζεται από την αντίδραση υδρογόνου και τριχλωριούχου… … Dictionary of Greek
μετουσίωση ή κροκίδωση — Βιοχημική διεργασία, κατά την οποία τροποποιείται η διαμόρφωση ενός πολυμερούς στον χώρο. Επειδή η βιολογική δραστηριότητα των βιοπολυμερών σχετίζεται άμεσα με τη δομή τους, η μ. οδηγεί στην απώλεια της λειτουργίας τους, αν και η πρωτοταγής δομή… … Dictionary of Greek