-
1 δικαστής
δικαστής, ὁ, der Richter, nach Recht u. Gesetz, während der κριτής nicht bloß Processe entscheidet, sondern Alles, und nicht nach juristischen Satzungen, sondern nach der Billigkeit; Xenoph. Conviv. 5, 10 διαφϑείρειν καὶ δικαστὰς καὶ κριτάς; – δικαστης Aesch. Ag. 1421 Her. 3, 31 u. Folgende; – der Rächer, αἵματος Eur. Herc. Fur. 1150.
-
2 δικαστης
-
3 δικαστής
δικαστήςa judge: masc nom sg -
4 δικαστής
-
5 δικαστής
δικαστής, οῦ, ὁ (Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 1, 630 [God], Ant. 7, 229 al., C. Ap. 1, 157 [δ. as chief administrator in Tyre]) one who presides over and decides cases in court, judge (w. ἄρχων) Ac 7:27, 35; 1 Cl 4:10 (all three Ex 2:14); Lk 12:14 v.l. (Diod S 4, 33, 4 δ.=arbitrator).—DELG s.v. δίκη. M-M. TW. Spicq. -
6 δικαστής
ὁ δικαστής, τοῦ судья -
7 δικαστής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δικαστής
-
8 δικαστής
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δικαστής
-
9 δικαστής
ο юр. судья -
10 δικαστής
судья; LXX: прич. от (שׂפט).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δικαστής
-
11 δικαστής
-
12 δικαστής
-οῦ + ὁ N 1 1-6-1-0-5=13 Ex 2,14; Jos 9,2d(8,33); 23,2; 24,1; 1 Sm 8,1Cf. SPICQ 1982, 149-151 -
13 δικαστής
[дикастис] ουσ судья. -
14 δικαστής
el jutge -
15 δικαστής
2 of stars,δ. τῶν ὅλων D.S.2.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαστής
-
16 δικαστής
juge -
17 δικαστής
sędzia (m) rzecz. -
18 δικαστής
1) rozhodčí2) soudce3) znalec -
19 δικαστής
1) judge2) magistrateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικαστής
-
20 προ-δικαστής
προ-δικαστής, ὁ, der vorher od. an eines Andern Statt richtet (?).
См. также в других словарях:
δικαστής — a judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
δικαστής — ο δημόσιος υπάλληλος που απονέμει δικαιοσύνη, που ασκεί τη δικαστική εξουσία σύμφωνα με τους νόμους του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικασταῖς — δικαστής a judge masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικασταί — δικαστής a judge masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστοῦ — δικαστής a judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστῆ — δικαστής a judge masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστῇ — δικαστής a judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστήν — δικαστής a judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστῶν — δικαστής a judge masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek