Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὦρτο

См. также в других словарях:

  • ὦρτο — ὄρνυμι ṛṇóti aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὦρτ' — ὦρτο , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • er-3 : or- : r- —     er 3 : or : r     English meaning: to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring up, be born     Deutsche Übersetzung: ‘sich in Bewegung setzen, erregen (also seelisch, ärgern, stir, tease, irritate); in die Höhe bringen (Erhebung …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • PERICLYMENUS — Nelei fil. frater Nestoris et Chronii, Homer. 2. Od. Cui a Neptuno avo concessum erat, ut in quas visum esset formas se posset transformare. Testatur hoc Euphorion, in his. Περικλύμενον τ᾿ ἀγέρωχον Ο῎λβιον, ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ε᾿νοσίχθων Παντȏι …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

  • διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κυδοιμός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν η προσωποποίηση του θορύβου της μάχης· μάλιστα εικονίζεται μαζί με την Έριδα και την Κήρα πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα. Ο Κ. αναφέρεται ως γιος του Πολέμου στην Ειρήνη του Αριστοφάνη και στο… …   Dictionary of Greek

  • λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… …   Dictionary of Greek

  • ορθρογόη — ὀρθρογόη, ἡ (Α) αυτή που θρηνεί κατά την αυγή («ὀρθρογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + γόη (< γοῶ)] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»