Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ρροια

См. также в других словарях:

  • κατάρροια — κατάρροια, ἡ (Α) 1. η ροή προς τα κάτω 2. το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά ρροια, παλί ρροια] …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • εύροια — Αρχαία πόλη της Ηπείρου. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Μεγάλου Θεοδοσίου. Η ονομασία της οφείλεται στα άφθονα νερά της. Στην περιφέρειά της βρισκόταν το χωριό Σωρεία (σημερινό Σούλι), όπου, κατά την παράδοση, ο άγιος …   Dictionary of Greek

  • λοχιόρροια — η φυσιολογική εκροή λοχίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχια* (βλ. λόχιος) + ρροια (< ῥέω), πρβλ. εμμηνό ρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • μετάρροια — μετάρροια, ἡ (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρέω, η μεταβολή τής ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή τής κατεύθυνσης τής ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῡ πνεύματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόρροια — η ιατρ. εκροή πύου ή άλλων φλεγμονωδών υγρών από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + ρροια (< ῥέω), πρβλ. αιμό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • οπισθόρροια — ὀπισθόρροια, ἡ (Α) η προς τα πίσω ροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + ρροια (< ρρους < ῥέω), πρβλ. εμμηνό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • περίρροια — ἡ, Α 1. η περιρροή*, η ροή από ολόγυρα 2. διάρροια, υδαρής αποπάτηση κατά τη δυσεντερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. κατά ρροια] …   Dictionary of Greek

  • πρωκτόρροια — η, Ν ιατρ. μόνιμη εκροή βλεννώδους υγρού από τον πρωκτό, που οφείλεται κυρίως σε βλεννορροϊκή μόλυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + ρροια (< ρρους < ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. εμμηνό ρροια. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών… …   Dictionary of Greek

  • πτερόρροια — η, ΝΜ παλαιότερος χαρακτηρισμός για το φαινόμενο τής έκδυσης στα πτηνά, πτερορρύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ρροια (< ρρους < ῥέω), πρβλ. αιμό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • σταγονόρροια — η, Ν 1. η ροή σταγόνων 2. (βοτ. μυκητ.) η αποβολή νερού υπό μορφή σταγόνων από μερικά ανώτερα φυτά και μύκητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + ρροια (< ρρους < ρέω), πρβλ. εμμηνό ρροια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»