Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ρεῖτος

См. также в других словарях:

  • ῥειτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρείτος — και ῥειτός, ὁ, Α (αμφ. σημ.) όνομα αντικειμένου στα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • ῥειτοῖς — ῥειτός masc dat pl ῥειτοί streams masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥειτοί — ῥειτός masc nom/voc pl ῥειτοί streams masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥειτούς — ῥειτός masc acc pl ῥειτοί streams masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εΰρρειτος — ἐΰρρειτος, είτη, ον (Α) ο ευρρεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτος (< *ρεFετος < ρέω < ρεFω)] …   Dictionary of Greek

  • ῥειτῶν — ῥείτης masc gen pl ῥειτός masc gen pl ῥειτοί streams masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»