-
1 κροκήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκήϊος
-
2 κροκηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκηρός
-
3 κροκίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκίας
-
4 κροκίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκίζω
-
5 κρόκινος
A of or made from saffron,μύρα AP11.34
(Phld.), cf. Thphr.Od.27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6;τὸ κ. LXX Pr.7.17
, Dsc.1.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρόκινος
-
6 κροκώδης
κροκ-ώδης, ες,A saffron-coloured, Dsc.1.27, Aret.SD1.15; containing saffron, Id.CA2.2;κολλύριον Gal.12.715
, cf. CIL13.10021.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκώδης
-
7 κροκωτίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκωτίδιον
-
8 κροκώτινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκώτινος
-
9 κροκώτιον
κροκ-ώτιον, τό,A = κροκωτίδιον, Poll.7.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκώτιον
-
10 κροκωτός
A saffron-dyed, saffron-coloured, Pi.N.1.38.2 as Subst., κροκωτός (sc. χιτών), ὁ, saffron-coloured robe, worn by gay women, Ar.Th. 138, Ec. 879; as an offering in temples, IG12.386.22, 22.1514.60, 62; worn by Dionysus (or at his festivals) over the χιτών, Cratin.38, Ar.Ra.46; by effeminate men, παρθένος δ' εἶναι δοκεῖ φορῶν κροκωτούς (prob. for κρος-) Arar.4, cf. Callix.2, Duris 12 J., etc.: neut. pl. κροκωτά (sc. ἱμάτια) v.l. in Ar. Lys.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκωτός
-
11 κρέκω
Grammatical information: v.Meaning: ` weave, strike a atringed instrument with a plektron', metaph. `give a sound, raise (a song)' (Sapph., Pi., Ar. in lyr., AP).Other forms: Aor. (late) κρέξαι.Derivatives: With κροκ- f. in acc. sg. κρόκ-α (Hes. Op. 538), nom. pl. κρόκ-ες (AP 6, 335), sg. κρόξ only H., Theognost.; further κρόκη (IA.) `thread which is passed between the threads of the warp, woof, (woollen) cloth'. From κρόκη: κρόκιον `woollen band' (Antikl. 13), κροκίς f. `sundew, fly-strap, Drosera' (Apollod. ap. Plin. HN 24, 167), κροκύς f. `flock of wool' (IA.) with κροκύδιον (Gal.), κροκυδίζω `pluck off flocks of wool' (com., Gal.), - ισμός (Gal.); κροκόω `weave, envelop in wooll' (Dionys. ap. St. Byz., Phot.) ; κροκισμός `cloth' (sch.; as from *κροκίζω). - κρεγμός m. `sound of stringed instruments' (Epich., A. R., Poll.).Etymology: Orig. prob. a term of weaving, κρέκω was also transferred to playing stringed instruments. The present κρέκω is isolated; Germanic has several nouns, that point to such a primary verb: OWNo. hræll m. (\< PGm. *hráhilaz; would be Gr. *κρόκιλος) `staff to fasten the cloth', OE hrēol (\< PGm. *hréhulaz) `reel', NEngl. reel; with grammatical change OE hrægl n. `cloth, garment', OHG hregil n. `indument, spolium'. Also several Balto-Slavic words have been compared: Lith. krẽkles `zerlumpte Kleider, tatters', Latv. krękls `shirt'; Slavic expressions for `strike fire etc.', e. g. Russ. krešú, kresítь; words for `weaving chair(?)', e.g. Russ. krosno; all uncertain or to be rejected, cf. Fraenkel Lit. et. Wb. and Vasmer Russ. et. Wb. s. vv. More uncetain combinations in WP. 1, 483 f.Page in Frisk: 2,12-13Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρέκω
-
12 κρόσσαι
Grammatical information: f. pl.Meaning: `stepped copings of parapets' (M 258, 444), `courses, steps of the pyramids' (Hdt. 2, 125); πρό-κροσσοι `ranged in rows, ranks' (Ξ 35, Hdt.).Compounds: κροσσοί m. pl. `tassels, fringe' (Gal., Poll., H.); δί-κροσσος `double bordered' (Poll., EM) mit δικρόσσια n. pl. (Peripl. M. Rubr.).Derivatives: Diminut. κροσσίον (Hdn.); also as plant-name (Ps.-Dsc.); also κροσσωτός `with fringes' (LXX, Lyc., Plu.), `with steps' (Lyc. 291?; v. l. κορσ-).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Technical expression of unknown origin. Since Bezzenberger BB 12, 239 and Trautmann Balt.-slav. Wb. 139 κρόσσαι from *κροκ-ι̯αι is connected with some Balto-Slavic words for `bar, rod, rafters', e.g. Lith. krãkė `rod, staff' (formally = κρόσσα), krẽklas `rafters', Russ. krókva `bar, club, rafters' (old u-stem); MHG ragen `rise up, stand out' (Zupitza Die germ. Gutt. 122) can be explained in diff. ways. More forms in Pok. 619, Fraenkel Wb. and Vasmer Wb. s. vv. - Compared with the rare and late κροσσοί κροσσωτός, which seems derived from it, is attested much earlier and better. It is therefore suggested that κροσσωτός (and δίκροσσοι with δικρόσσια?) were formed to κρόσσαι (after θυσανωτός; cf. also κνισωτός: κνίση etc.) with transfer from architecture to tailor-work; from there again as backformation the formally difficult κροσσοί. Or comes the expression originally from weaving, to κρόξ, κρόκ-η `woof-thread' (s. κρέκω)? - Fur. 257 connects κόρση (?).Page in Frisk: 2,25Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρόσσαι
-
13 κρόκα
1 wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) N. 10.44 ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19. -
14 πορφύρεος
1 purple “ σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις” P. 4.114πτεροῖσιν πορφυρέοις P. 4.183
πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 18. ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (“nicht die Kränze, sondern die Siegestänien, die μίτραι,” von der Mühll, M. H., 1957, 127) N. 11.28 -
15 σύν
1 prep. c. dat. (with second only of two nouns, P. 4.10, P. 8.99, N. 10.38, N. 10.53, N. 10.84, Πα. 6. 4: following noun c. adj., O. 2.18, P. 4.187, P. 8.7, P. 8.54; c. dependent gen., O. 13.58)a along with, accompanied byI of people, thingsἀντιθέοισιν νίσεται σὺν παισὶ Λήδας O. 3.35
κεῖνος σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν O. 7.13
ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ O. 7.19
ἀλλὰ Κρόνου σὺν παιδὶ νεῦσαι O. 7.67
κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος O. 9.71
ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ O. 13.41
τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες O. 13.58
κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ P. 3.78
κωμάζοντι σὺν Ἀρκεσίλᾳ P. 4.2
“ ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ” P. 4.39σὺν κείνοισι P. 4.134
ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187
σὺν Ἑλένᾳ γὰρ μόλον P. 5.83
“ ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” P. 8.54Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99
—100.Πυθιονίκαν σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.2
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ P. 11.3
Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.20
διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ μόλεν N. 1.36
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι N. 3.78
( Ἡρακλέης)σὺν ᾧ ποτε Τροίαν πόρθησε N. 4.25
Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77 “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ N. 11.34
τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.8
σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον I. 5.21
ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον I. 6.28
πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα I. 6.31
πολίων δ' ἑκατὸν πεδέχειν μέρος ἕβδομον Πασιφάας λτ;σὺνγτ; υἱ[οῖ]σι (add. Housman metr. gr.: <ἓξ> Wil.: om. Π.)Πα.. 3. χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.4
κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.55
ὄφρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ ἦλθεν fr. 172. 4.II =ἔχων. ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ χαλκέοις σὺν ὅπλοις ἔδραμον ἀθρόοι N. 1.51
σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι χαλκέοις ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
“μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.74
I esp. of godsσὺν θεοῖς O. 8.14
σὺν Κυπρογενεῖ O. 10.105
σὺν δὲ κείνῳ O. 13.87
σὺν γὰρ ὑμῖν O. 14.5
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνήρ τράποι P. 1.69
πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ P. 3.9
“ σὺν Δαναοῖς” P. 4.48κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ P. 4.250
ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα P. 11.36
φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54
σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.6
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
Χαρίτεσσί τε καὶσὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
σὺν θεοῖς I. 1.6
σὺν θεῷ I. 4.5
II of things, by means of, throughσὺν ἅρματι θοῷ κλείζειν O. 1.110
λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄν O. 2.18
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος O. 2.42
σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98
σύν τινι μοιριδίῳ παλάμᾳ ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
“ σὺν τιμᾷ θεῶν” P. 4.51σὺν Νότου δ' αὔραις ἐπ Ἀξείνου στόμα πεμπόμενοι P. 4.203
σὺν δ' ἐλαίῳ φαρμακώσαισ ἀντίτομα P. 4.221
ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.260
σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδομένα P. 4.267
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.57
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.21
ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου)βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
σὺν Χαρίτων τύχᾳ N. 4.7
Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ N. 7.14
νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.49
Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν N. 10.43
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου I. 3.1
εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.12
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ ἐκτίσσατο I. 9.1
τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοιχθόνα πολύδωρον Pae. 2.59
νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.cI of accompanying circumstances, along withἁμέραν ὁπότε ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν O. 2.33
θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει O. 2.36
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93
ἔστασεν ἑορτὰν σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.58
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα σὺν πατάγῳ P. 1.24
καὶ σὺν εὐφώνοις θαλίαις ὀνυμαστάν P. 1.38
πόλιν κείναν θεοδμάτῳ σὺν ἐλευθερίᾳ ἔκτισσε P. 1.61
“ οὐκέτι τλάσομαι ψυχᾷ γένος ἁμὸν ὀλέσσαι ματρὸς βαρείᾳ σὺν πάθᾳ” P. 3.42νιν σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.8
ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.66
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (δικαίως Σ.) P. 9.96ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ P. 12.4
θρῆνον λειβόμενον δυσπενθέι σὺν καμάτῳ P. 12.10
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα N. 1.64
ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περᾶσαι σὺν codd.) N. 11.9ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν I. 8.67
Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.47
μανίαι τ' ἀλαλαί τ ὀρίνεται ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ Δ. 2. 13. Διόθεν τέ με σὺν ἀγλαίᾳ ἴδετε πορευθέντ ἀοιδᾶν δεύτερον fr. 75. 7. ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18.II with, at the time of “καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ Θήραιον P. 4.10
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ P. 8.7
ὄφραΘέμιν ἱερὰν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10
τὸν κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1.III with, under the influence ofσὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.51
σὺν δ' ἀνάγκᾳ πὰν καλόν fr. 122. 9.d in of musical termsἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45
e fragg.σὺν ἀπιομ[ήδ]ει φιλ[ Pae. 7.7
παρθένῳ σὺν πομ[ Πα. 7C. a. 4. σὺν παντ[ Πα. 13. a. 7. ]σὺν κτύπῳ[ Πα. 13. a. 15. πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ Πα. 13. a. 19. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.2 adv.a at the same time εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν (tmesin vidit Boeckh) I. 6.12 -
16 κροκόδῑλος
κροκόδῑλοςGrammatical information: m.Meaning: `lizard, crocodile' (Hdt., Arist.)Compounds: As 1. member a. o. in κροκοδιλο-τάφιον `burial place for crocodiles' (pap.).Derivatives: κροκοδιλίτης m. ( λόγος, Chrysipp.; Redard Les noms grecs en - της 113) = Lat. crocodilina ambiguitas (Quint.) "crocodile conclusion', a false conclusion; κροκοδίλεον (Dsc., Gal.), - διλιάς (Gal., Alex. Trall.) `Eryngium maritimum, sea-holly'; - διλέα `excrements of the κροκ. χερσαῖος', used as eye-salve (Plin.). Acc. to Hdt. 2, 69 properly Ionic name of a lizard, then transferred to the crocodile and the alligator.Origin: ??Etymology: Perh as popular word prop. "Kieswurm", from κρόκη `gravel' and δρῖλος `worm' with dissimilation. Extensively Diels and Brugmann IF 15, 1ff., also Solmsen BphW 1906, 758f.; there also on the itacistic writing - ει- and other variants. - After Grumach OLZ 1931, 1012 however Pre-Greek (rejected by Kretschmer Glotta 22, 261).Page in Frisk: 2,22-23Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κροκόδῑλος
См. также в других словарях:
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
Μακ Ντόναλντ, Ρίτσαρντ — (Richard McDonald, Μάντσεστερ, Νιού Χάμσαϊρ 1909 – Μάντσεστερ 1998). Αμερικανός επιχειρηματίας, εμπνευστής της ομώνυμης αλυσίδας εστιατορίων. Το 1937 άνοιξε, μαζί με τον αδελφό του Μόρις, το πρώτο εστιατόριο στην Αρκάντια της Καλιφόρνια,… … Dictionary of Greek
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί … Dictionary of Greek
καπνίας — ο (Α καπνίας) νεοελλ. ορυκτό με σκούρο χρώμα, παραλλαγή τού κρυσταλλικού χαλαζία αρχ. 1. ο καπνισμένος 2. είδος πολύτιμου λίθου 3. κωμική ονομασία τού κωμωδιογράφου Εκφαντίδου 4. φρ. «καπνίας οἶνος» α) ο οίνος που έχει γεύση καπνού επειδή είχε… … Dictionary of Greek
κεντράδι — το εμβόλιο δέντρου, μπόλι, ένθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον με σημ. «κεντρί, αγκάθι» + κατάλ. άδι (πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι)] … Dictionary of Greek
κνηκίας — κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α) ονομασία τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. ίας (πρβλ. βομβυκ ίας, κροκ ίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του] … Dictionary of Greek
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek
κρόσσαι — κρόσσαι, αἱ (Α) 1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.) 2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι»,… … Dictionary of Greek