Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρος

См. также в других словарях:

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — μῑκρός , μικρός small masc nom sg μῑκρός , σμικρός small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσμικρον — πάνσμῑκρον , πάνσμῑκρος very small masc/fem acc sg πάνσμῑκρον , πάνσμῑκρος very small neut nom/voc/acc sg πάνσμικρος very small masc/fem acc sg πάνσμικρος very small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνσμικρος — πάνσμῑκρος , πάνσμῑκρος very small masc/fem nom sg πάνσμικρος very small masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρός — σμῑκρός , μικρός small masc nom sg σμῑκρός , σμικρός small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Акростих — стихотворение, в котором начальные буквы строк образуют какое либо слово или фразу, напр.: «Лазурный день Угас, угас, Ночная тень, Ах, скрыла нас» Луна. А. пишется обычно в стихах с посвящением (начальные буквы строк и составляют имя того, к кому …   Литературная энциклопедия

  • ТЕВКР —    • Teucer,          Τευ̃κρος,        1. сын речного бога Скамандра и нимфы Идаи, первый троянский царь, по имени которого народ назывался тевкрами. Он дал убежище Дардану Самофракскому и выдал за него свою дочь Батею или Арисбу. По другому же… …   Реальный словарь классических древностей

  • Акростих —     АКРОСТИХ (ακρος крайний, στιχος стих) стихотворение, крайние буквы которого (большею частью начальные) складываются в слова. Обычно слова эти составляют наименование лица, которому акростих посвящен. Так, в сонете В. Брюсова начальные буквы… …   Словарь литературных терминов

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… …   Dictionary of Greek

  • στόλοκρος — ον, Α 1. φαλακρός 2. άξεστος 3. (για γίδα) αυτή που δεν έχει κέρατα αλλά μικρά εξογκώματα («ταύτας δὲ καὶ στολόκρους ἔλεγον τὰς αἶγας», Ησύχ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στόλοκρον α) εξόγκωμα στα μικρά ζώα που αναπτύσσεται σε κέρατο β) κεφαλόδεσμος,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»