См. также в других словарях:
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κουρήιος — κουρήϊος, η, ον (Α) (επικ. τ. τού κόρειος) νεανικός, παρθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + ήϊος (πρβλ. κροκ ήϊος, χαλκ ήϊος)] … Dictionary of Greek