-
1 κρηνη
дор. κράνᾱ (ρᾱ) ἥ родник, источник, ключ(μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Hom.; ἀείρυτος Soph.)
Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. — Кастальский ключ Парнаса;κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. — смотрители источников -
2 κρήνη
κρήνη ηфиал, источник, чаша с водой, находящаяся во дворе перед дверьми храма, служащая для умовения (принадлежность византийской архитектуры), см. φιάληЭтим.< дргр. κράσνα < krasna < инд. krosno «источник» -
3 κρήνη
ἡ κρήνη источник; ключ (ср. криница) -
4 κρήνη
η родник, ключ, источник -
5 κρήνη
источник, ключ -
6 κρανα
-
7 Πηγασις
Π. κρήνη Anth. — источник Пегаса, т.е. Ἵππου κρήνη (см.)
-
8 αειρυτος
-
9 αεναος
(ᾱε), ион. ἀείναος, стяж. ἀείνως 2вечнотекущий, неиссякающий, вечный(κρήνη Hes.; πῦρ Pind.; ποταμός Aesch., Her., Eur., Arst.; παγά Eur.; νεφέλαι Arph.; φύσις Plut.)
ἀέναοι τράπεζαι Pind. — всегда накрытые столы;ἀέναον τέν τροφέν παρέχειν Xen. — постоянно снабжать продовольствием;ἀ. ούσία Plat. — вечная сущность -
10 αθολωτος
-
11 αμεριμνος
-
12 αναρριπτεω
(только praes. и impf.) и ἀνα-ρρίπτω1) бросать вверх, подбрасывать(τὸν δίσκον εἰς τὸ ἄνω Luc.; τὸν κύβον Plut., Luc.)
ἀννερρίφθω κύβος Plut. (лат. jacta esto alea) — да будет брошен жребий2) выбрасывать, извергать(μύδρους Arst.)
ἥ κρήνη ἀναρρίπτει ὕδωρ Arst. — вода из источника бьет ключом3) вздымать(κόνιν Arst.)
ἀ. ἅλα (πηδῷ) Hom. — грести изо всех сил4) отваживаться, решатьсяἀ. κίνδυνον Her., Thuc. — идти на опасность, рисковать собой;
ἐς ἅπαν τὸ ὑπάρχον ἀ. Thuc. — поставить на карту все;κίνδυνον ἀναρρῖψαι περί и ὑπέρ τινος Plut. — идти на риск, рисковать чем-л.;ἀ. μάχην Plut. — отважиться, решиться на сражение -
13 αοινος
-
14 απορρυτος
-
15 ατμιζω
1) испускать пар(κρήνη ἀτμίζουσα Xen.; ὅ κέραμος ὀπτώμενος ἀτμίζει Arst.; λίμναι ἀτμίζουσιν Plut.)
2) дымиться(βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph.)
-
16 δεκακλινος
-
17 εαν
I.1) еслиἐ. μή Dem. — если не, разве только
2) в косв. вопросах ли, не …лиπευσόμενος πατρός, ἤν που ἀκούσω Hom. — чтобы разузнать об отце, не услышу ли чего
3) в разделит. вопросах ли …илиἐ. τέ τις ποταμός, ἐ. τε καὴ κρήνη ᾖ Plat. — будь то какая-л. река или источник
πᾶς ὃς ἐ. ἐπικαλέσηται NT. — всякий, кто ни призовет
II. -
18 εισβαλλω
ион. и староатт. ἐσβάλλω1) бросать, ввергать(τινά εἰς ἕρκη Soph.; τινὰ εἰς ἀπρόοπτον πῆμα Aesch.)
ἐλέχθη φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα Thuc. — был пущен слух, что (пелопоннесцы) отравили колодцы2) вводить (на корабль), грузить(τοὺς ἵππους ἐς νέας Her.)
; med. грузиться(ἐσβαλόμενοι ἀπέπλευσαν Thuc.)
3) вести(στρατιέν ἐς Σμύρνην Her.; βοῦς εἰς ἀρούρας Eur.)
4) вливаться, впадать(αἱ διώρυχες εἰσβάλλουσι εἰς τὸν Εὐφράτην Xen.; ποταμὸς εἰς ὃν εἰσβάλλει ἥ κρήνη Arst.)
5) вторгаться(στόλῳ μεγάλῳ ἐς Ἐλευσῖνα Her.; εἰς χώραν τινά Thuc., Plut.; χῶρόν τινα Eur.)
6) (случайно или нечаянно) попадать, оказываться(Βρομίου πόλιν εἰσβαλεῖν Eur.)
7) нападать, атаковать(ἐς τοὺς ὁπλίτας Thuc.)
εἰσέβαλλον ἱππικαὴ πνοαί Soph. — (их) обдавало дыханием коней -
19 εισδιδωμι
ион. ἐσδίδωμι1) вливаться, стекать(ἥ χιὼν τηκομένη ἐσδιδοῖ ἐς τὸν Ἴστρον Her.)
2) впадать -
20 επικρατεια
(ρᾰ) ἥ1) господство, владычество, власть, обладаниеκαταθέσθαι τι ἐν τῇ ἐπικρατείᾳ τινός Xen. — передать что-л. в чьё-л. владение
2) владения, область(Καρχηδονίων Plat., Arst.; Φοινίκων Plut.)
κρήνη ῥέουσα ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωρίου Xen. — источник, текущий в этой области3) (пре)одоление, превосходство Polyb., Plut.κατ΄ ἐπικράτειαν Sext. — в большей части
См. также в других словарях:
κρήνη — well fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
κρήνῃ — κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήνη — η πηγή, βρύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κρήνη — Κρῆνος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρήνῃ — Κρῆνος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηλίου Κρήνη — Λίμνη της Αιγύπτου, Δ του Νείλου. Εκεί στάθμευσε ο Μέγας Αλέξανδρος όταν πήγαινε στο Μαντείο του Άμμωνα. Το νερό της ήταν πικρό … Dictionary of Greek
Καλλιρόης, κρήνη της- — Βλ. λ. Εννεάκρουνος … Dictionary of Greek
εννεάκρουνος — Κρήνη της αρχαίας Αθήνας που είναι γνωστή από διάφορα κείμενα. Η τοποθεσία και η ταύτισή της απασχόλησαν ιδιαίτερα τους αρχαιολόγους. Τελικά, με βάση τη συγκριτική μελέτη των σχετικών χωρίων που τη μνημόνευαν, έγινε αποδεκτό ότι οι συγγραφείς των … Dictionary of Greek
κρήνηι — κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj mid 2nd sg (epic) κρήνῃ , κραίνω ṇ y aor subj act 3rd sg (epic) κρήνῃ , κρήνη well fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ … Dictionary of Greek