-
1 ναός
ναός οхрам, церковь:Этим.дргр. < νασ-Fός < ναίω «проживать» -
2 ναος
Iатт. тж. νεώς, эп.-ион. νηός, эол. ναῦος ὅ [ναίω I]1) жилище (богов), храм(θεῶν Pind.; δαιμόνων Plat.)
2) (= σηκός См. σηκος) святилище храма(τοῦ ἱροῦ νηός Her.)
3) ящик в виде храма для изображений богов(τὸ ἄγαλμα ἐν νηῷ μικρῷ Her.)
IIдор. gen. к ναῦς См. ναυς -
3 ναός
ο храм; церковь;καθεδρικός — или μητροπολιτικός ναός — собор;
§ ναός της Θέμιδος — суд;
ναός της επιστήμης — храм науки, университет
-
4 ναός
ὁ ναός храм (-> νεωκόρος служитель храма) -
5 ναός
{сущ., 46}храм, святыня, святилище храма.Синонимы: 2411 ( ἱερόν).Ссылки: Мф. 23:16, 17, 21, 35; 26:61; 27:5, 40, 51; Мк. 14:58; 15:29, 38; Лк. 1:9, 21, 22; 23:45; Ин. 2:19-21; Деян. 7:48; 17:24; 19:24; 1Кор. 3:16, 17; 6:19; 2Кор. 6:16; Еф. 2:21; 2Фес. 2:4; Откр. 3:12; 7:15; 11:1, 2, 19; 14:15, 17; 15:5, 6, 8; 16:1, 17; 21:22. LXX: 1964 (לָכיהֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ναός
-
6 ναός
{сущ., 46}храм, святыня, святилище храма.Синонимы: 2411 ( ἱερόν).Ссылки: Мф. 23:16, 17, 21, 35; 26:61; 27:5, 40, 51; Мк. 14:58; 15:29, 38; Лк. 1:9, 21, 22; 23:45; Ин. 2:19-21; Деян. 7:48; 17:24; 19:24; 1Кор. 3:16, 17; 6:19; 2Кор. 6:16; Еф. 2:21; 2Фес. 2:4; Откр. 3:12; 7:15; 11:1, 2, 19; 14:15, 17; 15:5, 6, 8; 16:1, 17; 21:22. LXX: 1964 (לָכיהֵ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ναός
-
7 ναός
храм, святыня, святилище (храма); син. ἱερόν; LXX: (היכָל).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ναός
-
8 ναὸς
храмСвятилище святилищеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ναὸς
-
9 ναός
-
10 ναός
[наос] ουσ α храм, церковь. -
11 οκτάγωνος ναός
οκτάγωνος (οκταγωνικός) ναός οкрестовокупольный храм – архитектурный тип храма, утвердившийся в 11 веке и придавший церкви восьмиугольную формуЭтим.< οκτώ + γωνία «восемь + угол»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > οκτάγωνος ναός
-
12 οκταγωνικός ναός
οκτάγωνος (οκταγωνικός) ναός οкрестовокупольный храм – архитектурный тип храма, утвердившийся в 11 веке и придавший церкви восьмиугольную формуЭтим.< οκτώ + γωνία «восемь + угол»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > οκταγωνικός ναός
-
13 περίκεντρος ναός
περίκεντρος ναός οхрам круглой формы, ротондаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > περίκεντρος ναός
-
14 τετράκογχος ναός
τετράκογχος ναός οхрам с четырьмя конхами, см. κόγχηΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > τετράκογχος ναός
-
15 ναυος
-
16 νεως
-
17 νηος
-
18 ἱερόν
храм, святилище; син. ναός; ἱερόν употребляется о всем строении храма, включая приход, дворы и т.д., а ναός употребляется о святилище в храме.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱερόν
-
19 αεναος
(ᾱε), ион. ἀείναος, стяж. ἀείνως 2вечнотекущий, неиссякающий, вечный(κρήνη Hes.; πῦρ Pind.; ποταμός Aesch., Her., Eur., Arst.; παγά Eur.; νεφέλαι Arph.; φύσις Plut.)
ἀέναοι τράπεζαι Pind. — всегда накрытые столы;ἀέναον τέν τροφέν παρέχειν Xen. — постоянно снабжать продовольствием;ἀ. ούσία Plat. — вечная сущность -
20 αμφικιων
См. также в других словарях:
Ναός — 2 Ma. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναός — νᾱός , ναός 2 Ma. masc nom sg νᾱός , ναῦς ship fem gen sg (doric) ναῦς ship fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης … Dictionary of Greek
Νικολάου Ορφανού, ναός του αγίου- — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη … Dictionary of Greek
Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… … Dictionary of Greek
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek
Πιταρέτι — Ναός του 13ου αι., στη Γεωργίας. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο έχει ορθογωνική κάτοψη με ένα θόλο που υποβαστάζεται από δύο αυτοφερόμενα υποστυλώματα και από τοξοειδείς προεξοχές. Στη νότια… … Dictionary of Greek
Наос — (ναός, т. е. корабль) центральное помещение в древнегреческих храмах, святилище, в котором стояли статуи богов (см. Древнегреческое искусство). Слово Н. доныне употребляется для обозначения продолговатой части внутри православных церквей,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона