-
1 αεναος
(ᾱε), ион. ἀείναος, стяж. ἀείνως 2вечнотекущий, неиссякающий, вечный(κρήνη Hes.; πῦρ Pind.; ποταμός Aesch., Her., Eur., Arst.; παγά Eur.; νεφέλαι Arph.; φύσις Plut.)
ἀέναοι τράπεζαι Pind. — всегда накрытые столы;ἀέναον τέν τροφέν παρέχειν Xen. — постоянно снабжать продовольствием;ἀ. ούσία Plat. — вечная сущность -
2 αέναος
ος, ον1) неиссякаемый; неисчерпаемый; 2) бесконечный, вечный, постоянный -
3 αειναος
-
4 αεναων
-
5 αενναος
-
6 αιεναων
См. также в других словарях:
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
ἀέναος — ἀ̱έναος , ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰενάοντα — ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc pl (epic) ἀέναος ever flowing masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰείναον — ἀέναος ever flowing masc/fem acc sg (ionic) ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀενάοισι — ἀέναος ever flowing masc/neut dat pl (epic doric aeolic) ἀ̱ενάοισι , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀενάων masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀενάοισιν — ἀέναος ever flowing masc/neut dat pl (epic doric aeolic) ἀ̱ενάοισιν , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀενάων masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀενάοντα — ἀέναος ever flowing neut nom/voc/acc pl (epic) ἀέναος ever flowing masc acc sg (epic) ἀενάων neut nom/voc/acc pl ἀενάων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀενάων — ἀέναος ever flowing masc nom sg (epic) ἀ̱ενάων , ἀέναος ever flowing masc/fem/neut gen pl ἀενάων masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰεναόντων — ἀέναος ever flowing masc/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰείναος — ἀέναος ever flowing masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)