-
1 αειρυτος
-
2 κρηνη
дор. κράνᾱ (ρᾱ) ἥ родник, источник, ключ(μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Hom.; ἀείρυτος Soph.)
Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. — Кастальский ключ Парнаса;κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. — смотрители источников
См. также в других словарях:
αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek
ἀείρυτον — ἀείρυτος ever flowing masc/fem acc sg ἀείρυτος ever flowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειρύτοις — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειρύτου — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειρύτων — ἀείρυτος ever flowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αείροος — ἀείροος, ον και συνηρ. ἀείρους, ουν (AM) ο αείρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥόος συνηρ. ῥοῡς < ῥέω] … Dictionary of Greek