-
1 γελασίνος
-
2 γελασῖνος
-
3 γελασῖνος
γελᾰσ-ῖνος, ὁ,II οἱ γ. (sc. ὀδόντες) the grinners, i. e. the front teeth, which show when one laughs, Poll.2.91.2 mostly pl., dimples, which appear in the cheeks when persons laugh, Mart.7.25 (sg.), Choerob. in An.Ox.2.188; also of dimples in the hinder parts, Alciphr.1.39, AP5.34 (Rufin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελασῖνος
-
4 γελασίνοι
-
5 γελασῖνοι
-
6 γελασίνον
-
7 γελασῖνον
-
8 γελασίνοις
γελασί̱νοις, γελασῖνοςlaugher: masc dat pl -
9 γελασίνους
γελασί̱νους, γελασῖνοςlaugher: masc acc pl -
10 γελάω
Grammatical information: v.Meaning: `laugh' (Il.)Derivatives: γέλασμα `laughing' (A., s. below), γελαστύς `id.' (Call.), γελαστής `laugher, sneerer' (S.), ἐγγελαστής (E.), γέλασις (EM). - γελασῖνος `the laugher' (Ael.), in plur. `the front teeth' (Poll.). - Also γελάσκω (AP) and γελασείω (Pl.). - Beside γελάω γέλως, - ωτος (ep. acc. γέλω for γέλων, γέλον, Att. gen. γέλω) m. `laughter' (Il.), with γελώω (Od., s. Chantr. Gramm. hom. 1, 365f.) and γελοῖος (Β 215, where γελοίϊος m.c., cf. Schwyzer 467 and Chantraine 1, 168) with denomin. γελοιάω, γελοιάζω (LXX). - γελασ- in ἀ-γέλασ-τος (θ 307), also in γελᾱνής (Pi.) \< *γελασ-νής? Also in γελαρής γαλήνη. Λάκωνες H. \< *γελασ-ρής; also in γελάω, γελάσ-σαι \<*γελασ-ι̯ω. - Aeolic o-Stamm γέλος m. (cf. ἔρως: ἔρος: ἐραστός).Etymology: Beside γέλως (*gelh₂-ōs) Arm. caɫr, gen. caɫu `laughter' (with ci-caɫim `laugh'); for the ablaut cf. γαλ- \< * glh₂- in γαλήνη. - The `physical' meaning is preserved in γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. - Cf. γαλήνη, γλήνη, γλῆνος, and Γελέοντες.Page in Frisk: 1,294-295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γελάω
См. также в других словарях:
γελασῖνος — laugher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελασίνος — ο (θηλ. νη, η) (AM) 1. αυτός που γελάει διαρκώς, ο γελαστός 2. πληθ. οἱ γελασῑνοι (ὀδόντες) τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες 3. (θηλ. πληθ.) α) αἱ γελασῑναι τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε β) τα λακκάκια … Dictionary of Greek
γελασῖνοι — γελασῖνος laugher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελασῖνον — γελασῖνος laugher masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
γελασίνοις — γελασί̱νοις , γελασῖνος laugher masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελασίνους — γελασί̱νους , γελασῖνος laugher masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)