-
1 γελαστύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γελαστύς
-
2 γελαστύν
γελαστύςfem acc sg -
3 γελάω
Grammatical information: v.Meaning: `laugh' (Il.)Derivatives: γέλασμα `laughing' (A., s. below), γελαστύς `id.' (Call.), γελαστής `laugher, sneerer' (S.), ἐγγελαστής (E.), γέλασις (EM). - γελασῖνος `the laugher' (Ael.), in plur. `the front teeth' (Poll.). - Also γελάσκω (AP) and γελασείω (Pl.). - Beside γελάω γέλως, - ωτος (ep. acc. γέλω for γέλων, γέλον, Att. gen. γέλω) m. `laughter' (Il.), with γελώω (Od., s. Chantr. Gramm. hom. 1, 365f.) and γελοῖος (Β 215, where γελοίϊος m.c., cf. Schwyzer 467 and Chantraine 1, 168) with denomin. γελοιάω, γελοιάζω (LXX). - γελασ- in ἀ-γέλασ-τος (θ 307), also in γελᾱνής (Pi.) \< *γελασ-νής? Also in γελαρής γαλήνη. Λάκωνες H. \< *γελασ-ρής; also in γελάω, γελάσ-σαι \<*γελασ-ι̯ω. - Aeolic o-Stamm γέλος m. (cf. ἔρως: ἔρος: ἐραστός).Etymology: Beside γέλως (*gelh₂-ōs) Arm. caɫr, gen. caɫu `laughter' (with ci-caɫim `laugh'); for the ablaut cf. γαλ- \< * glh₂- in γαλήνη. - The `physical' meaning is preserved in γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. - Cf. γαλήνη, γλήνη, γλῆνος, and Γελέοντες.Page in Frisk: 1,294-295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γελάω
См. также в других словарях:
γελαστύς — ( ύος), η (Α) [γελώ] το γέλιο … Dictionary of Greek
γελαστύν — γελαστύς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek