-
1 Γελέοντες
Γελέοντεςmasc nom /voc plΓελέωνmasc nom /voc pl -
2 Γελέοντες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Γελέοντες
-
3 Γελέοντες
Grammatical information: pl.Meaning: name of one of the four Ionic phylai; from there the eponym Γελέων, acc. to Hdt. 5, 66 son of Ion, also epithet of Zeus (Attica).Other forms: Also Γλεόντων φυλῆι (Attica; Hesperia 4, 1935, 21).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Proper meaning unknown. Connection with γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. is a mere guess. Cf. Schwyzer 243.Page in Frisk: 1,295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Γελέοντες
-
4 Γελέοντας
Γελέοντεςmasc acc plΓελέωνmasc acc pl -
5 Γελέοντος
Γελέοντεςmasc gen sgΓελέωνmasc gen sg -
6 Γελέων
Γέλαfem gen pl (epic ionic)Γελέοντεςmasc nom sgΓελέωνmasc nom sg -
7 γελάω
Grammatical information: v.Meaning: `laugh' (Il.)Derivatives: γέλασμα `laughing' (A., s. below), γελαστύς `id.' (Call.), γελαστής `laugher, sneerer' (S.), ἐγγελαστής (E.), γέλασις (EM). - γελασῖνος `the laugher' (Ael.), in plur. `the front teeth' (Poll.). - Also γελάσκω (AP) and γελασείω (Pl.). - Beside γελάω γέλως, - ωτος (ep. acc. γέλω for γέλων, γέλον, Att. gen. γέλω) m. `laughter' (Il.), with γελώω (Od., s. Chantr. Gramm. hom. 1, 365f.) and γελοῖος (Β 215, where γελοίϊος m.c., cf. Schwyzer 467 and Chantraine 1, 168) with denomin. γελοιάω, γελοιάζω (LXX). - γελασ- in ἀ-γέλασ-τος (θ 307), also in γελᾱνής (Pi.) \< *γελασ-νής? Also in γελαρής γαλήνη. Λάκωνες H. \< *γελασ-ρής; also in γελάω, γελάσ-σαι \<*γελασ-ι̯ω. - Aeolic o-Stamm γέλος m. (cf. ἔρως: ἔρος: ἐραστός).Etymology: Beside γέλως (*gelh₂-ōs) Arm. caɫr, gen. caɫu `laughter' (with ci-caɫim `laugh'); for the ablaut cf. γαλ- \< * glh₂- in γαλήνη. - The `physical' meaning is preserved in γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. - Cf. γαλήνη, γλήνη, γλῆνος, and Γελέοντες.Page in Frisk: 1,294-295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γελάω
См. также в других словарях:
Γελέοντες — masc nom/voc pl Γελέων masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γελέοντες — Η πρώτη από τις τέσσερις φυλές στις οποίες υποδιαιρούνταν οι Ίωνες. Στην Αθήνα, η φυλή αυτή περιλάμβανε, όπως και οι τρεις άλλες, τρεις φατρίες και καθεμία από αυτές τριάντα γένη. Κατά τον Στράβωνα, οι Γ. ήταν οι λαμπροί, οι άρχοντες ή τα… … Dictionary of Greek
ГЕЛЕОНТЫ — • Γελέοντες, см. Φυλή, Фила, 2 … Реальный словарь классических древностей
Γελέοντας — Γελέοντες masc acc pl Γελέων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γελέοντος — Γελέοντες masc gen sg Γελέων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФИЛА — • Φυλή, племя (колено), обозначение подразделения народа у греков, название, происшедшее, очевидно, из стремления дать отдельным частям народа, равно как и самому народу, генеалогическое происхождение, привести эти части к… … Реальный словарь классических древностей
Αιγικορείς — Μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής και πολλών άλλων ιωνικών πόλεων. Οι άλλες ήταν οι Αργαδείς, οι Οπλίτες και οι Γελέοντες. Επειδή η ετυμολογία των λέξεων ήταν άγνωστη υπήρχαν δύο ερμηνείες. Η μία ότι τις δημιούργησε ο Ίων και τους… … Dictionary of Greek
Αργαδείς — Μία από τις τέσσερις παλιές φυλές της Αττικής, που περιλάμβανε τους εργατικούς, τους ασχολούμενους με τη γη και τις τέχνες (οι άλλες ήταν οι Αιγικορείς, Γελέοντες και Όπλητες) … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Γελέων — Γέλα fem gen pl (epic ionic) Γελέοντες masc nom sg Γελέων masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)