-
1 απαιτώ
ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 ἀπαιτῶ
ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀπαιτέωdemand back: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀπαιτέωdemand back: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 απαιτώ
-
4 απαιτώ
I.erfordernII.fordern [beanspruchen]III.verlangen [erfordern] -
5 απαιτώ
[апэто] ρ требовать, взыскивать. -
6 απαιτώ
exiger -
7 απαιτώ
1) domagać czas.2) wymagać czas.3) zażądać czas.4) żądać czas.5) żądanie (n) rzecz. -
8 απαιτώ
1) požádat2) požadovat3) vymáhat4) vyžadovat -
9 απαιτώ
1) demand2) exact3) requireΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απαιτώ
-
10 απαιτώ πολύ χρόνο
-
11 ἀπαιτέω
A demand back, demand to have returned, esp. of things forcibly taken or rightfully belonging to one, Hdt.1.2;εἰ μὲν βούλεσθε, αἰτῶ, εἰ δὲ μὴ βούλεσθε, ἀπαιτῶ And.2.22
; τὸ μισθάριον γὰρ ἂν ἀπαιτῇς Diph.43.34; ([place name] Tralles);τὴν ψυχήν Ev.Luc.12.20
; ἀ. τινά τι demand something of one, Hdt. 8.122, E.Hel. 963, Ar.Av. 554, D.1.22;εὐθύνας ἀ. τινά Id.18.245
; alsoἀ. ὅπλα τοῦ πατρός S.Ph. 362
;χάριν ἀ. τινά Pl.Phdr. 241a
, etc.;τι παρά τινος Arist. de An. 408a18
; alsoἀ. δίκην ἐξ ἀδίκων A.Ch. 398
;λόγον ἀ. τινὰ περί τινος Pl.R. 599b
; ἀ. ὑπέρ τινος ib. 612d;ἀ. ὑποσχέσεις Arist.EN 1164a17
: c. inf.,ἀ. τινὰ ποιεῖν τι E.Supp. 385
.c of things, require,νοῦσοι -έουσι σικύην Aret.CA1.10
;περίοδος ἀ. μῆνα τρισκαιδέκατον Plu. Agis16
: abs.,ὅταν αἱ χρεῖαι -ῶσιν Ael. Tact.15.1
.II [voice] Pass., of things, to be demanded in payment, Hdt.5.35.2 of persons, have demanded of one,ἀπαιτεῖσθαι εὐεργεσίαν X.Ap.17
;τὸ τῆς ψυχῆς χρέος LXX Wi.15.8
;ἀποδώσειν ὅταν ἀπαιτῆται BGU1058.33
(i B.C.); yield to a request, οὐκ ἀπαιτούμεσθα, answering to ἀπαιτῶ σκῆπτρα, E.Ph. 602.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαιτέω
-
12 ἐκ-λέγω
ἐκ-λέγω, 1) auslesen, auswählen; Thuc. 4, 59; ἄνδρας, πρεσβύτας, Plat. Rep. V, 458 c VII, 536 c; ἐξ ἁπασῶν τῶν νεῶν τοὺς ἀρίστους ἐρέτας ἐκλέξας Xen. Hell. 1, 6, 19; ἐκλελέχϑαι ibd. 16; ἐκλεκτέος, auszulesen, Plat. Rep. V, 456 b. – Med., für sich auslesen; Her. 7, 6 Thuc. 6, 58 u. A. – 2) Zölle u. andere Abgaben erheben, eintreiben, B. A. 246 ἀπαιτῶ; χρήματα παρά τινος Thuc. 8, 44; ἐκ τῶν συμμάχων Dem. 49, 49; Andoc. 1, 92; τέλος Aesch. 1, 119, wie im Gesetz bei Dem. 24, 40; auch mit doppeltem accus., τέλη τοὺς καταπλέοντας Aesch. 3, 113. – Auch med., τὴν δεκάτην ἐξελέγοντο τῶν πλοίων Xen. Hell. 1, 1, 22. – 3) herauslesen, wegnehmen, Ar. Equ. 908; ἐκ τοῠ γενείου τὰς πολιάς fr. 360.
-
13 ικανοποίηση
[-ις (-εως)] η1) удовлетворение, довольство, удовлетворённость;ηθική ικανοποίηση — моральное удовлетворение;
η ικανοποίηση των αυξανομένων αναγκών — удовлетворение растущих потребностей;
αίσθάνομαι ικανοποίηση — чувствовать удовлетворение;
απαιτώ ( — или ζητώ) ικανοποίηση — требовать удовлетворения;
με ικανοποίηση — с удовлетворением; — удовлетворённо;
2) вознаграждение -
14 πάλιν
1 of Place, back, backwards (the usual sense in early [dialect] Ep.), mostly joined with Verbs of going, coming, etc.;π. χώρει Hdt.5.72
; π. ἐλεύσεται, κατελθεῖν, ἐπανέλθωμεν, A.Pr. 854, S.OC 601, Pl.Cra. 438a, etc.;κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. A.Pr. 962
;δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται E.Med. 412
(lyr.); δεῦρο σωθήσῃ π. Id.Ph. 725, cf. 1400; δόμεναι π. give back, restore, Il.1.116, etc.;π. ἀποδοῦναι And.2.23
; π. ἀγκαλέσαι to call back, A.Ag. 1021 (lyr.): less freq. c. gen., π. τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.18.138;δόρυ Ἀχιλλῆος π. ἔτραπεν 20.439
, cf. Od.7.143: coupled with other Advbs.,π. αὖτις ἔβαινον νηὸς ἐπὶ γλαφυρῆς 14.356
, cf. Pi.O.1.65; αὖ π. Od.13.125;ἂψ π. Il.18.280
;π. εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149
;π. φέρεσθαι ἐξοπίσω Hes.Th. 181
; ἄψορρον π. S.El.53; π. οἴκαδε, π. οἴκαδ' αὖ, Ar.Lys. 792, Ra. 1486;π. αὖ Pl.Prt. 318e
, etc.: with the Art.,ἡ π. ὁδός E.Or. 125
.2 to express contradiction, π. ἐρέει gainsay, Il.9.56; π. ὅ γε λάζετο μῦθον took back his word, unsaid it, 4.357; opp. ἀληθέα εἰπεῖν, Od.13.254; μηδέ τῳ δόξῃ π. let no one think contrariwise, A.Th. 1045: in Prose, contrariwise, Pl.Grg. 482d;π. αὖ Id.R. 507b
; αὖ.. π. Id.Ap. 27d: in this sense sts. c. gen., τὸ π. νεότατος youth's opposite, Pi.O.10(11).87; χρόνου τὸ π. the change of time, E.HF 777(lyr.); cf. ἔμπαλιν.II of Time, again, once more, rare in Hom., Il.2.276, cf. S.OT 1166, X. Mem.1.6.11, etc.: freq. coupled with αὖ, αὖθις (q.v.); , etc.; π. καὶ π. Str.17.1.3, Plu.2.565d, Ael.VH1.4; ἔγχει καὶ π. εἰπέ, π. π. Ἡλιοδώρας" AP5.135 (Mel.): both senses (I and II) are appropriate in Od.16.456, Pl.Prt. 322b, etc. -
15 ἄδικος
A wrongdoing, unrighteous, unjust: : [comp] Comp. - ώτερος ib. 272;δίκαν ἐξ ἀδίκων ἀπαιτῶ A.Ch. 398
(lyr.): [comp] Sup. (lyr.): ἄ. εἴς τι unjust in a thing, ἔς τινα towards a person, Hdt.2.119;εἰς χρήματα X. Cyr.8.8.6
; περί τινα ib.27; ἄ. [ἐν τῷ ἀστραγαλίζειν] one who plays unfairly, Pl.Alc.1.110b: c. inf., so unjust as to.., Ep.Heb.6.10.II of things, unjust, unrighteous, , Hdt.1.5;ἕργματα Thgn.380
, Sol.13.12;ἄδικα φρονέειν Thgn.395
; ἄ. λόγος freq. in Ar.Nu.; ἄρχειν χειρῶν ἀ. begin an assault, Antipho 4.2.1, Lys.4.11, cf. X.Cyr.1.5.13, D.47.39; τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄ., τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄ. right and wrong, Pl.Grg. 460a, etc.; πλοῦτος ἄ. ill-gotten, unrighteous, Isoc.1.38;ζυγὸν ἄ. LXX Am.8.5
;νομὴ ἄ. οὐδὲν ἰς χύει PTeb.286.7
(ii A.D.); ἡ ἄ... συναγωγὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός the unrighteous union, Pl.Tht. 150a; ἄ. δίκη vexatious suit, Cratin.19D.2 of the punishment of wrongdoing,Ζεὺς νέμων ἄδικα κακοῖς A.Supp. 404
(lyr.), cf. E.Or. 647.III ἄ. ἡμέρα, i.e. ἄνευ δικῶν, a day on which the courts were shut, Luc.Lex.9: δίκαιος ἄ. who has not appeared in court, Archipp.46.
См. также в других словарях:
απαιτώ — απαιτώ, απαίτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απαιτώ — (AM ἀπαιτῶ, έω) [αιτώ] 1. ζητώ επίμονα κάτι από κάποιον 2. ζητώ επίμονα να μου επιστραφεί κάτι το οποίο μου αφαιρέθηκε βίαια ή το οποίο δικαιωματικά μου ανήκει 3. (για πράγματα) έχω ανάγκη, χρειάζομαι («η κατάσταση απαιτεί σθεναρή αντιμετώπιση»)… … Dictionary of Greek
απαιτώ — απαίτησα, απαιτήθηκα απαιτημένος, ζητώ επίμονα, αξιώνω: Απαιτούσε να του πληρωθούν οι μισθοί που του οφείλονταν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαιτῶ — ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαιτέω demand back pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀπαιτέω demand back pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσαξιώ — όω, Α 1. απαιτώ, αξιώνω κάτι επιπροσθέτως 2. απαιτώ από κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀξιῶ «έχω την αξίωση, απαιτώ» (< ἄξιος)] … Dictionary of Greek
εγκαλώ — (AM ἐγκαλῶ, έω) 1. απαιτώ, ζητώ δικαστικά χρέος 2. απαιτώ, ζητώ κάτι υποστηρίζοντας πως μού ανήκει 3. καταγγέλλω, υποβάλλω μήνυση 4. (ως δικανικός όρος) ενάγω στο δικαστήριο 5. φέρνω αντίρρηση 6. επικαλούμαι μσν. 1. παρακαλώ 2. αναφέρω,… … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσλογεύω — Α 1. καταλογίζω επί πλέον 2. απαιτώ κάτι επιπροσθέτως και, ιδίως, απαιτώ πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λογεύω «συλλέγω φόρους ή εισφορές»] … Dictionary of Greek
ρεπετιτεύω — Α απαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. repeto (repetitio) «απαιτώ»] … Dictionary of Greek
υπεραπαιτώ — έω, Μ [ἀπαιτῶ] απαιτώ πληρωμή μεγαλύτερη από εκείνην που δικαιούμαι … Dictionary of Greek