-
1 πελεκάν
πελεκάν, ᾶνος, ὁ, att. πελεκᾶς, ᾶντος, ὁ, auch πελέκας, αντος, Schol. Ar. Av. 882, u. dor. πελεκᾶς, ᾶ; eigtl. der Baumspecht, weil er an den Baumstämmen hackt. Gew. ein Wasservögel, die Kropfgans, der Pelikan; Ar. hat die Form πελεκᾶντι, Av. 882, u. πελεκᾶντες, 1155 (wo mit Hindeutung auf ihren Namen von ihnen gesagt wird οΐ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκ ησαν τὰς πύλας); οἱ πελεκᾶνες οἱ ἐν τοῖς ποταμοῖς, Arist. H. A. 9, 10; Ael. H. A. 3, 20 und Folgde.
-
2 ἱμάς
ἱμάς, άντος od. ᾶντος, vgl. Lob. in Wolfs Anal. 3, p. 59, ὁ, der Riemen von Leder, βοός, βόειος, Il. 3, 375. 22, 397; vgl. Il. 10, 262. 21, 30; bes. die Riemen, mit denen die Pferde an den Wagen gespannt od. sonst angebunden wurden, ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 567; ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, δῆσαν δ' ἱμάντεσσι παρ' ἅρμασι 8, 543, vgl. 10, 475. 499; der Z üg el, 23, 324; der Riemen, in dem der Wagenkasten hängt, 5, 727; der Peitschenriemen, ἐφ' ἵπποισιν μάστιγας ἄειραν πέπληγόν ϑ' ἱμᾶσιν 23, 362; die Riemen, mit denen der Faustkämpfer seine Hände umwickelte, 23, 684; Ap. Rh. 2, 52; Plat. ἱμάντας περιελίττονται Prot. 342 b, vgl. Legg. VIII, 830 b u. Paus. 8, 40; der Riemen, mit dem der Helm unter dem Halse befestigt war, Il. 3, 371. 375; der zauberreiche Gürtel der Aphrodite, 14, 214. 219. In der Od. öfter der Riemen, mit dem man den Thürriegel von innen vorzog, 1, 442. 4, 802. 21, 46. – Ἱμάντι δεϑείς Pind. N. 6, 56; von Zügeln, σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737; Eur. Hipp. 1245; πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας Andr. 719; κύνειος Ar. Vesp. 231; in Prosa, Xen. Cyr. 6, 2, 32 u. Sp. – Ἱμάντες sind in der Takelage des Schiffes die Riemen, welche die Raaen horizontal halten, vgl. Att. Seew. p. 148 ff. – Das Brunnenseil, Poll. 10, 31; hellenistisch für das att. ἱμονιά, nach Moeris. – Der Schuhriemen. – [ῑ findet sich Il. 8, 544. 10, 475. 23, 363 Od. 21, 46, wie Ap. Rh. 2, 67 u. a. sp. D.]
-
3 τραχᾱλᾶς
τραχᾱλᾶς, ᾶντος, ὁ, Beiname Constantin's des Großen, dor. statt τραχηλᾶς, mit starkem Nacken, παχὺς τὸν αὐχένα; aber Aurel. Vict. erklärt es durch irrisor, wie Ptolem. physiogn. bemerkt ὁ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης ϑυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐϑάδη σημαίνει.
-
4 τρι-γίγας
τρι-γίγας, αντος, ὁ, ein dreifacher, sehr großer Riese, Orph. Arg. 1348.
-
5 τριξᾶς
-
6 τριᾶς
-
7 ταυρ-ελέφας
ταυρ-ελέφας, αντος, ὁ, ein indisches Thier, an Haut, Farbe und Größe dem Elephanten, sonst dem Stier ähnlich, Sp.
-
8 τετρᾶς
-
9 τοξο-δάμας
τοξο-δάμας, αντος, ὁ, = Folgdm; τοξοδάμαντές τ' ἠδ' ἱπποβάται, Aesch. Pers. 26, vgl. 30. 890, Bogenschütze.
-
10 χεσᾶς
-
11 χιονό-βας
χιονό-βας, αντος, ὁ, im Schnee gehend, zw.
-
12 χαλκο-δάμας
χαλκο-δάμας, αντος, ὁ, Erz oder Kupfer überwältigend, es angreifend, schärfend, ἀκόνα, Pind. I. 6, 70.
-
13 νυμφό-βας
-
14 μυκηρό-βας
μυκηρό-βας, αντος, ὁ, s. μουκηρόβας.
-
15 κεκραξι-δάμας
κεκραξι-δάμας, αντος, ὁ, heißt Kleon Ar. Vesp. 596, der Alles mit Schreien überwältigt.
-
16 κιλλί-βας
κιλλί-βας, αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιϑέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.
-
17 καγχάς
καγχάς, ᾶντος, ὁ, der Lacher, eine komische Person auf der dorischen Bühne. Vgl. Müller's Dorier II p. 357.
-
18 γίγας
-
19 γίγγρας
-
20 διξᾶς
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek