-
1 τριξᾶς
-
2 τριξᾶς
См. также в других словарях:
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek
τριξάς — τριξά̱ς , τριξός fem acc pl τριξά̱ς , τρισσός threefold fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)