Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γίγγρας

См. также в других словарях:

  • γίγγρας — γίγγρας, ο (Α) 1. μικρός φοινικικός αυλός ή φλογέρα που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους 2. ο ήχος τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γίγγρος*) …   Dictionary of Greek

  • γίγγρας — γίγγρᾱς , γίγγρας small Phoenician flute masc acc pl γίγγρᾱς , γίγγρας small Phoenician flute masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγρην — γίγγρας small Phoenician flute masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γίγγραν — γίγγρᾱν , γίγγρας small Phoenician flute masc acc sg (attic epic doric aeolic) γίγγρας small Phoenician flute masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GINGRAS sive GINGRIS — GINGRAS, sive GINGRIS etiam GINGROS, tibia, a Phoenicibus excogitata, Phrygiae similis, qua et Cares usos prodidêre, inprimis apta funeribus. Nam Phoenices Adonim Gingram vocabant, in cuius luctu illam ad cantum accomodabant: sicut affini voce… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γίγγρος — γίγγρος, ο (Α) φρ. «γίγγρος αὐλός» ο γίγγρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς πρόκειται για εκφραστικό αναδιπλασιασμένο σχηματισμό *γιρ γρ ο με ανομοίωση (πρβλ. γήρυς, γερανός, λατ. gingriō)] …   Dictionary of Greek

  • διαγιγγράζω — (Α) χορδίζω μουσικό όργανο 2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»